Ιστορία Προλεταριακής Κλεισούρας #8

“Τι γίνεται στις δουλειές μας; (απολύσεις, εξώθηση σε παραιτήσεις κλπ.)”

Δόθηκαν κανονικά οι ειδικές γονικές και μετά, μόλις εντάχθηκε ο κλάδος σε αυτούς που με εντολή της κυβέρνησης έπρεπε να κλείσουν, ανεστάλησαν οι συμβάσεις μας. Να σημειώσω ότι υπήρξε μεγάλη πίεση προς την κυβέρνηση από τον σύλλογο εμπόρων ώστε να κλείσει ο κλάδος, δεδομένου ότι ο τζίρος είχε πέσει ραγδαία από την ανακοίνωση των πρώτων κρουσμάτων και μετά κι έτσι τα αφεντικά δεν ήθελαν να επωμιστούν μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές μέχρι να ανακάμψει η κερδοφορία τους)

“Τι παίζει με τα μέτρα προστασίας στον χώρο εργασίας μας; Μας τα παρέχουν τα αφεντικά ή όχι; Τι γίνεται με τον συνωστισμό; Τι μέτρα έχουν λάβει; Μας ικανοποιούν; Τι θα θέλαμε εμείς οι ίδιοι; Όταν υπάρχει πιθανό κρούσμα πώς το αντιμετωπίζουν; Τι κάνουμε για να αντισταθούμε σε καταστάσεις που θεωρούμε ότι απειλούν εμάς και τους συναδέρφους μας;”

Εμείς έχουμε κλείσει, αλλά κι όταν ακόμη ημασταν ανοικτά μας είχαν δωθεί κάποιες πολύ γενικές οδηγίες που όμως δεν είχαν εξειδικευτεί ειδικά για την χωροταξία του καταστήματος. Δλδ. είναι εύκολο να πεις “αποφύγετε το συνωστισμό” αλλά με αυτό δεν εξηγείς πως ακριβώς θα τον αποφύγεις στο δεδομένο κατάστημα με τα δεδομένα χωροταξικά δεδομένα (μακρύς κ στενός διάδρομος κλπ.) και τον δεδομένο αριθμό υπαλλήλων. Μέσα προσωπικής προστασίας μας είχαν εν μέρει παραχωρηθεί (υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες να βρεθούν μάσκες ή αντισηπτικά εκείνη την περίοδο), αλλά δεν υπήρχε σαφής οδηγία πχ. να φοράμε μάσκες.
Κάτι άλλο που σχετίζεται με την ερώτηση αλλά αφορά μεγαλύτερους χώρους εργασίας: ο ΣΕΒ έβγαλε πολύ καθυστερημένα κάποιες σχετικές ανακοινώσεις με κατευθυντήριες οδηγίες για τα μέλη του. Δεδομένου ότι τα μέλη του ΣΕΒ είναι βιομηχανίες καταλαβαίνει κανείς ότι σε αυτούς τους πολυπληθείς χώρους εργασίας το κάθε αφεντικό εφάρμοζε το δικό του (εάν εφάρμοζε κιόλας τίποτα)

“Είμαστε ολοκληρωτικά εκτός εργασίας; Αν ναι, πώς τη βγάζουμε; Τι κάνουμε με το νοίκι και την καμπάνα των λογαριασμών;”

Με το κρατικό ψευτο-επίδομα, με τις ισχνές αποταμιεύσεις και αν πιεστώ οικονομικά (όπως συνέβη πριν ενταχθώ κι εγώ στο επίδομα) με αυτομείωση στο σούπερ-μάρκετ (το κύριο βασικό έξοδο μαζί με το νοίκι αυτή την περίοδο).

“Πώς βιώνουμε την κατάσταση αποκλεισμού μέσα στο σπίτι; α)Κάποιοι/ες/α ζουν μόνοι τους. Τι προβλήματα δημιουργεί αυτό σε αυτή τη συγκυρία; β) ΛΟΑΤΚΙ άτομα αναγκάζονται να συγκατοικούν με μια οικογένεια που τη νιώθουν καταπιεστική, ξένη και εχθρική. Πώς το βιώνεις αυτό; γ) Γενικά ο εγκλεισμός με την οικογένεια, γονείς-σύζυγο-παιδιά (ή άλλα άτομα με τα οποία συγκατοικείς) παλεύεται;”

Όσο καλά κι αν έχει κανείς οργανώσει τη ζωή του “εντός των τοιχών”, παραμένει σε μια κατάσταση αυτο-απομόνωσης κατά την οποία σιγά-σιγά υιοθετεί τον κρατικό μονόλογο περί της υποτιθέμενης “ατομικής ευθύνης”, ενώ επίσης σωματικοποιεί φοβίες. πχ. εύκολα μπαίνεις στο τριπάκι του “που να τρέχω βόλτα τώρα”, “που να ετοιμάζω χαρτάκια (βλ. παρακάτω) ή sms μπορεί να πέσω σε έλεγχο” κλπ κλπ. Μόνο όταν βγαίνεις καθημερινά και σε άτακτες ώρες συνειδητοποιείς ότι α) ούτως ή άλλως αρκετός κόσμος κυκλοφορεί με μια σχετική χαλαρότητα β) δεν διατρέχεις κάποιο κίνδυνο να κολλήσεις ο/η ίδιος/α ή να κολλήσεις εσύ άλλους γ) εν γένει ότι ζωή και η κοινωνικοποίηση μπορεί να συνεχίστεί, στο μέτρο του δυνατού (έστω και μέσα ατομικής προστασίας!)

“Πώς την παλεύεις με τις δυσκολίες στη μετακίνηση (ή όποιες άλλες) με την εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου; Επιστρατεύεις προλεταριακές/απείθαρχες πονηριές και στρατηγήματα; Τι είδους;”

Τις πρώτες ημέρες, κάθε φορά που έβγαινα έπαιρνα μαζί μου πολλά χαρτάκια, με διαφορετικές/συμπληρωματικές ώρες, δικαιολογίες, διευθύνσεις. Τα είχα στο πορτοφόλι και έβγαζα στην τσέπη μου κάθε φορά το “έγκυρο”. Πχ. έφτιαχνα ένα χαρτάκι με την κανονική μου διεύθυνση και άλλο ένα, με ένδειξη δύο ώρες πιο μετά με μια τυχαία διεύθυνση στην περιοχή όπου πάω κ ένδειξη “B2” ή “Β3” με ασορτί μια σακούλα σούπερ-μάρκετ μετά ένα άλλο με “Β6”, τέλως πάντων καταλαβαίνει κανείς τι εννοώ. Πάντως, είναι ιδιαίτερα εύκολο να κινηθεί κανείς στην πόλη δίχως χαρτάκια/sms, αν αποφεύγει κύριες οδικές αρτηρίες, το μετρό κλπ. Τελευταία αυτό κάνω, γιατί θεωρώ το να κάτσει κανείς να οργανώσει την έξοδό του, γράφοντας χαρτάκια είναι και αυτό μια μορφή (αυτο)πειθάρχησης. Σου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας, έστω κι αν πρέπει να προσέχεις όταν περνάς κεντρικούς δρόμους (και δεν εννοώ μην σε πατήσει κάποιο αμάξι, πράγμα δύσκολο άλλωστε). Πάντως, έχω πάντα μαζί μου στυλό και μισοσυμπληρωμένο χαρτί εάν χρειαστεί (πχ. κάποιο μπλόκο). Επίσης έχω χρησιμοποιήσει αρκετά και χαρτιά για μετακίνηση από δουλειά (σχετικά εύκολα βρίσκει κανείς ένα μέσω γνωστών). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και πέρα από την πλάκα, το να σπας την καραντίνα και τους περιορισμούς στην μετακίνηση είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να χρησιμοποιήσεις τον χρόνο εκτός σπιτιού δημιουργικά για να α) σπάσει ο μονόλογος του κράτους και των αφεντικών και β) για να οργανωθούν συλλογικές κινήσεις ενάντια στα νέα μέτρα που ήρθαν για να μείνουν. Όπως λέει και σε μία αφίσα που έχετε ανεβάσει: οι μισθοί έκτακτης ανάγκης ήρθαν για να μείνουν, ή κάπως έτσι.

“Πώς αντιμετωπίζουμε τον μενουμεσπιτισμό; Τι έχει αλλάξει στις κοινωνικές μας σχέσεις; Με τις ανησυχίες για τη διαχείριση της κατάστασης από το κράτος, τι γίνεται; Πώς τις μοιραζόμαστε; Πώς αντιστεκόμαστε στα κρατικά σχέδια;”

Θέλω καταρχήν να επισημάνω τη σημασία της κοινωνικής, εκ του σύνεγγυς, επαφής (έστω και με μέσα ατομικής προστασίας εάν κανείς φοβάται). Είναι ο μόνος τρόπος που, για να μιλήσω για μένα, με κάνει να νιώθω δυνατός, ενεργός, ζωντανός και χρήσιμος στους γύρω μου. Επιδιώκω λοιπόν να μην κάθομαι στο σπίτι. Πιστεύω ότι η μεγάλη διαφορά εντοπίζεται στις σχέσεις με τους άλλους συναδέλφους μου, δίχως το κοινό σημείο αναφοράς: το χώρο εργασίας. Ο καθένας βρίσκεται σε τελείως διαφορετική γειτονιά και σε άλλη “φάση”, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κρατήσεις απο απόσταση επαφή για ζητήματα που αφορούν τις αλλαγές που έχουν συμβεί και το τι μέλλει γεννέσθαι, όσον αφορά συμβάσεις εργασίας και μισθούς.

“Υπάρχει αλληλεγγύη στον περίγυρο και τις γειτονιές; Υπάρχουν άλλα άτομα που έχουν ανάγκη τη βοήθειά μας(ψώνια, φάρμακα); Έχουμε εμείς ανάγκη από τη βοήθεια των γύρω μας;”

Νομίζω σε μια τέτοιας έκτασης καραντίνα αποδεικνύεται το πραγματικό βάθος των κοινωνικών σχέσεων/γνωριμιών σε επίπεδο γειτονιάς -ή για να είμαι πιο ακριβής η απουσία τους. Στην τωρινή μου γειτονιά (σημ. δεν έχω μεγαλώσει εκεί) οι γνωριμίες μου με γείτονες είναι ελάχιστες. Δεν βοηθάει και η Αθήνα βέβαια, έτσι; Φαντάζομαι ότι σε γειτονιές όπου έχουν λειτουργήσει (ή λειτουργούν) εργατικές συλλογικότητες ή άλλες τοπικές συνελεύσεις θα είναι πιο εύκολο να μαθευτούν περιστατικά ανθρώπων που χρειάζονται βοήθεια και να οργανωθούν τρόποι ώστε αυτοί να βοηθηθούν.

“Ποιες παράπλευρες απώλειες, εξαιτίας της άρνησης του κράτους να ξοδέψει για τη δημόσια υγεία, έχουμε εντοπίσει ή βιώσει; (φουλαρισμένα νοσοκομεία, ακυρώσεις επεμβάσεων, εξώθηση σε ιδιωτικά νοσοκομεία, τεστ κορονοϊού ούτε για δείγμα)”

Από αυτά που μου λένε φίλοι γιατροί, γιατί δεν έχω ιδία άποψη, τα νοσοκομεία και τα ΤΕΠ ή τα εξωτερικά ιατρεία υπολειτουργούν (πολύς κόσμος φοβάται να πάει κι ας το έχει ανάγκη). Επίσης, λόγω της επιβληθείσας καραντίνας έχουν περιοριστεί τα τροχαία, οι παιδικές ασθένειες κλπ. άρα και η αντίστοιχη “επιβάρυνση” των νοσοκομείων. Επειδή, λοιπόν έχει πέσει η “κίνηση” στα νοσοκομεία, οι διοικήσεις τους ανακυκλώνουν προσωπικό από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, από την μία κλινική στην άλλη, για να μην κάνουν τις προσλήψεις που ούτως ή άλλως έπρεπε να κάνουν για να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες των νοσοκομείων.

Τεστ για κορονοϊό δεν γίνονται παρά μόνο σε βαριά περιστατικά που νοσηλεύονται ήδη στα νοσοκομεία, πολλές φορές ούτε καν στο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό που τους περιθάλπει (ακόμη κι όταν εμφανίζονται στο προσωπικό συμπτώματα). Επίσης, οι οδηγίες του ΕΟΔΥ προς τους γιατρούς είναι να πιέσουν ασθενείς με συμπτώματα να παραμείνουν σπίτι και να μην μετακινηθούν προς το νοσοκομείο, με μόνο μέσο εξέτασης την δια… τηλεφώνου εξέταση και τις ενδείξεις του θερμομέτρου, πάλι για να μην “επιβαρυνθούν” τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία. Δεδομένης της ραγδαίας εξέλιξης της λοίμωξης, αυτό μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνο, αν όχι μοιραίο. Κάπως έτσι δεν πέθανε άλλωστε και εκείνη η 40χρονη στην Καστοριά; Επίσης, ο μόνος έγκυρος τρόπος για να εντοπιστεί η δύσπνοια είναι με οξύμετρα, τα οποία κοστίζουν 20-40 ευρώ, αυτό πώς άραγε το τσεκάρουν δια τηλεφώνου (ρητορικό το ερώτημα). Οπότε εάν κολλήσεις και υποψιάζεσαι covid19 θα πρέπει να πληρώσεις από την τσέπη σου, και το τεστ και τα οξύμετρο. Για να μην μιλήσω για την αυξημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα, η οποία ισχύει εδώ και χρόνια. Μας τα παίρνουν όπως μπορούν!

“Εδώ μπορείς να καταγράψεις κάποιες εμπειρίες σου χύμα. Μπορείς να τις επικοινωνήσεις ακόμα και με μορφή ποιήματος ή όπως αλλιώς σε εκφράζει!”

Η όλη τακτική με τα χαρτάκια και την σακούλα σούπερ-μάρκετ, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, μού θύμησε μια άλλη ιστορία, την οποία πολύ πρόσφατα μου επισήμανε μια φιλενάδα μου (thanx Δ!) και έτσι μπορώ να την μοιραστώ.

Ελπίζω, όσο περνάει ο καιρός της καραντίνας, να μην στριμωχνόμαστε πιο βαθειά μέσα στο σπίτι με τις αναμνήσεις, το πικάπ και το χρυσόψαρο που κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας, αλλά να κινηθούμε προς το κέντρο εκεί που μπορούνε να διαδραματιστούν γεγονότα, συμμετέχοντας κιόλας σ’ αυτά!

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.
Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.

— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
— Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ’ έξω.
— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του.

Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.