Ιστορία Προλεταριακής Κλεισούρας #9

“Τι γίνεται στις δουλειές μας; (απολύσεις, εξώθηση σε παραιτήσεις κλπ.)”

Ήμουν αναπληρώτρια σε δημοτικά σχολεία της επαρχίας. Σε τρία φέτος. Γράφω σε παρελθόντα χρόνο γιατί πραγματικά δεν ξέρω σε τι ακριβώς έχει μεταλλαχθεί το εργασιακό καθεστώς στο οποίο και υπάγομαι. Από τις πρώτες ημέρες της νέας συγκυρίας επικράτησε πανικός στα σχολεία. Έντρομες οι συναδέλφισσες της ειδικότητάς μου να μάθουν τα νέα μέσα που υποτίθεται πως θα έπρεπε να χρησοποιούμε προκειμένου να έρθουμε σ’ επαφή με τα παιδιά και τους γονείς και τους υπόλοιπους δασκάλους και τις δασκάλες και τους διευθυντές και τις διευθύντριες. Αρχικά η τηλεκπαίδευση παρουσιάστηκε ως υποχρεωτική. Αν

φυσικά όμως διαβαζε καμία καλύτερα θα καταλάβαινε πως καμία υποχρέωση δεν είχαμε ν’ ακολουθήσουμε όλα αυτά. Κι έτσι ξεκίνησε το μαρτύριο των γκρουπ. Γκρουπ στο βάημπερ από το ένα σχολείο, γκρουπ απ’ το άλλο σχολείο, γκρουπ της ειδικότητάς μου στο φέησμπουκ. Μπούχτισα. Μέσα σ’ αυτά τα γκρουπ που θα μπορούσαν να έχουν το εξής ένα όνομα, ‘απελπισία’, ήταν γραμμένες κρίσης πανικού. Γυναίκες και άνδρες στα πρόθυρα κατάρρευσης. Από τις τηλεδιασκέψεις με τους συλλόγους των δασκάλων μέχρι τα γκρουπ αναδυόταν διάχυτη η ενοχή. Είχαν ενοχές που δεν είχαν προχωρήσει πριν κλείσουν τα σχολεία στην ύλη. Είχαν ενοχές που δεν είχαν παρακολουθήσει τα σεμινάρια κατάρτισης για τα κομπιούτερς. Ενοχές που θα πληρωθούν, ενώ δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Ενοχές που στα κανάλια τις είπαν τεμπέλες. Ενοχές που δεν ξέρουν αγγλικά. Ενοχές που δεν έχουν υπολογιστή. Ενοχές που έχουν ενοχές. Κι ενοχές αυτές δεν έγιναν οργή για την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, τη διεύρυνση δηλαδή του ωραρίου τους. Δεν υπάρχουν πλεόν διακριτά όρια εργάσιμης και μη εργάσιμης ημέρας. Δεν έγιναν οργή ούτε για το γεγονός πως τα μισά και πλέον παιδιά μένουν εκτός των τηλεμαθημάτων αφού προέρχονται από προλεταριακές οικογένειες κι ούτε το ρεύμα δεν έχουν να πληρώσουν. Ασφαλώς, δεν τα βάλαν με το αφεντικό τους στο υπουργείο που δε θα τους πληρώσει το ρεύμα που έκαψαν στο σπίτι και τις υπερωρίες τους. Το μένος τους σε πολλές περιπτώσεις στράφηκε προς άλλες συναδέλφισσες που δε δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην εξοργιστική ηλεκτρονική φιέστα. Σιχτίριζαν όποιον συνάδελφο έθετε προβληματισμούς για το νέο εργασιακό καθεστώς. Ταυτόχρονα, το σχολικό δίκτυο κατέρρεε σαν τα νεύρα των περισσότέρων, οπότε οι ώρες που επέλεγαν να μπουν για φτιάξουν εκεί τη φάση τους ήταν δύο και τρεις τη νύχτα. Ταυτόχρονα, οι συναδέλφισσες της ειδικότητάς μου, που είναι μια ειδικότητα που ανα διαστήματα φλερτάρει με την κατάργηση της, στην πλειονότητά τους, έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο να ανταποκριθούν στις νέες τεχνολογικές επιταγές, γιατί λέει είναι μια υπέροχη ευκαιρία να διαφημίσουμε το έργο μας στους γονείς, να αποδείξουμε πως αξίζουμε να διοριστούμε. Υπέροχα τα διαδικτυακά προγράμματα των συναδελφισσών αναπληρωτριών της ειδικότητάς μου, έδειξαν στους γονείς και το υπουργείο πόσο εύκολο είναι να καταργηθεί το μάθημα, αφού με ένα εύκολο προγραμματάκι της μάηκροσοφτ το κάνει και μόνος του ο δάσκαλος της τάξης. Οι δικές μου ενοχές εδράζονταν σ’αυτό ακριβώς το σημείο, έσκαψα κι εγώ το λάκκο της κατάργησης του μαθήματός μας, ανεβάζοντας έστω και δυό- τρεις ιστοριούλες στην πλατφόρμα του σχολικού δικτύου, διευκόλυνα το υπουργείο να μας ξαναοδηγήσει σε καθεστώς ανεργίας. Σκέφτομαι πως το πλιάτσικο των αφεντικών στο μισθό των εργαζόμενων θα είναι άνευ προηγουμένου και πως μοιραία το σεπτέμβρη θα είμαι χωρίς δουλειά. Ένα μεγάλο μέρος των δασκάλων θεωρεί πως αυτό που κάνουμε, η εκπαιδευτική διαδικασία δεν αποτελεί απτό επάγγελμα, είναι κάτι μεταφυσικό, είναι αυτός ο εμετικός χαρακτηρισμός περί λειτουργηματικής ιερότητας, που μοιραία οδηγεί στη ρομαντικοποίηση της μισθωτής εργασίας και στην εξάλειψη των συλλογικών διεκδικήσεων.Στον δικό μου τον κλάδο δε που σχετίζεται με δημιουργικές δραστηριότητες τα πράγματα είναι πολύ ζοφερά, αφού στην παρούσα φάση οι συναδέλφισσες και οι συνάδελφοι έχουν μπει σε μια διαδικασία αισθητικού ανταγωνισμού, διατυμπανίζοντας πως θα έπρεπε να λέμε κι ευχαριστώ που εντάχθηκε η ειδικότητά μας στην τηλεκπαίδευση.

“Όσοι εργαζόμαστε ακόμα τι συνθήκες αντιμετωπίζουμε σήμερα; (μειώσεις μισθών, καθυστέρηση πληρωμών, ξεχειλωμένα ωράρια, αδήλωτες υπερωρίες, συμπεριφορές αφεντικών και ό,τι άλλο)”

Είμαι στην προνομιούχα κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων που εξακολουθούν να πληρώνονται. Προσωπικά όπως ανέφερα και παραπάνω δεν κάνω σχεδόν τίποτε για ν’ αναπληρώσω τις πληρωμένες από το εσπα εργατοώρες μου μέσω τηλεργασίας. Ωστόσο, καθημερινα λαμβάνω άπειρα μέηλ επί τρια, και δέχομαι τηλεφωνήματα από τους διευθυντές των σχολείων που με ρωτούν τι σκοπεύω να κάνω με την τάδε πλατφόρμα σύγχρονης εκπαίδευσης, με τη δείνα ασύγχρονης εκπάιδευσης κτλ. Όταν απαντώ εγω δε συμμετέχω γιατί δεν είναι υποχρεωτικό και αγγίζει τα όρια του παράνομου, φοβισμένοι γλυκαίνουν τον τόνο της φωνής τους, μου εξηγούν πως δε θέλουν να με πιέσουν για τίποτα και πάνω από όλα η υγεία μας, η υγεία μας πάνω από όλα. Η αντιμετώπιση τους δε θα ήταν η ίδια αν δεν ήμουν ακόμη μια παραγκωνισμένη ειδικότητα. Στενοχωριέμαι για τα παιδιά, μέσα σ’ αυτό το χάος που επικρατεί γίνονται αποδέκτες και αποδέκτριες του άγχος των γονιών τους, των δασκάλων τους και της μαλακισμένης της τηλεόρασης. Το πρωί βλέπουν τα ‘”εκπαιδευτικά” προγράμματα της ερτ και μετά για ώρες μέσα στο σχολικό δίκτυο ψάχνουν κυψελες και παγοκύστες. Έντρομη μάνα μου έστειλε κυρία, τη μάσκα που μας είπατε να φτιάξουμε που σας τη στελνουμε; Ο τεχνοκράτης διευθυντής του ενός σχολείου αναρωτήθηκε γιατί δεν έχουν γραφτεί τα μισά παιδιά της κάθε τάξης στο σχολικό δίκτυο. Η δασκάλα του απάντησε πως δεν έχουν ιντερνετ κι εκείνος είπε σοβαρά μα καλά γιατί δεν πήραν τα 15 γκίκαμπάητ της κοσμοτε; Κι όλα αυτά την ώρα λέει που το σχολείο κάνει προσπάθεια να άρει τους διαχωρισμούς τους φυλετικούς, τους ταξικούς, ίση πρόσβαση σε όλα τα παιδιά. Τώρα, τι θα κάνουν οι αθίγγανοι του συμπαντος και τα μικρά μεταναστάκια πρόβλημά τους. Στόχος του σχολείου είναι η ανάπτυξη δεξιοτήτων των παιδιών μακρυά από την οθόνη του υπολόγιστή, μέσω της οθόνης του υπολογιστή και της τηλεόρασης αποκλειστικά.

“Πώς βιώνουμε την κατάσταση αποκλεισμού μέσα στο σπίτι; α)Κάποιοι/ες/α ζουν μόνοι τους. Τι προβλήματα δημιουργεί αυτό σε αυτή τη συγκυρία; β) ΛΟΑΤΚΙ άτομα αναγκάζονται να συγκατοικούν με μια οικογένεια που τη νιώθουν καταπιεστική, ξένη και εχθρική. Πώς το βιώνεις αυτό; γ) Γενικά ο εγκλεισμός με την οικογένεια, γονείς-σύζυγο-παιδιά (ή άλλα άτομα με τα οποία συγκατοικείς) παλεύεται;”

Μόλις ανακοινώθηκαν οι καραντίνες και τα τοιαύτα τα μάζεψα και πήγα να μείνω με τους φίλους μου, καθότι μένω μόνη. Η συνθήκη μοιάζει εφικτή μόνο με συλλογική αντιμετώπιση. Αν δεν είχα εναλλακτικές, θα έμενα σπίτι μου μόνη μου, αλλά σε καμία των περιπτώσεων δε θα επέστρεφα στο πατρικό μου, όχι γιατι φοβάμαι για την υγεία τους, αλλά για τη δική μου ψυχική υγεία. Με ανακούφιση διαπίστωσα πως ο φιλικός μου κύκλος, αλλά και οι γονείς μου είναι χαλαροί ως προς “τα μέτρα”. Ήταν μεγάλη απογοήτευση όταν άτομα και συλλογικότητες με τα οποία ήμουν κοντά ενσωμάτωσαν στις πρακτικές και την καθημερινότητά τους την πειθάρχηση και την υπακοή στις κρατικές εντολές με την επένδυση της ατομικής ευθύνης. Ευτυχώς οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι ζούνε στο τώρα και δεν μεταθέτουν τις ζωές τους σε κανενός είδους μετά. Στην αρχή βεβαίως μάσησα και εγώ και ζοριζόμουν πολύ να βγω, σκεφτόμουν πως σε καθε γωνία θα έχει κι από ένα μπλόκο λες και μας στήνουν στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Φανταζόμουν πως θα μανουριάζω μ’όλους τους μπάτσους και μετά θα πρέπει να οργανώσουμε αμέτρηκα συλλογικά γλέντια για να βγάλουμε τα πρόστιμα. Μετά με έπιασαν να κλέβω στο σούπερ μάρκετ και φρίκαρα κι άλλο γιατί η υπεύθυνη με τραβολογούσε τόσο πολύ που ήξερα πως αν την έσπρωχνα θα την άφηνα στον τόπο. Έτσι πέρασα μερικές μέρες πλήρους εγκλεισμού. Η παρέα μου όμως με τράβηξε έξω την κατάλληλη στιγμή και ξαναγύρισα στα εγκόσμια. Οι πιο δύσκολες ώρες είναι οι βραδινές, το 4.48′ της Σάρα Κέην, εκεί ζοριζόμαστε περισσότερο. Είναι που όλη η βδομάδα είναι κυριακή, κοιμόμαστε μες την κυριακή, ξυπνάμε μες την κυριακή. Είναι αυτή η επιθανάτια γεύση στη γλώσσα και λες μην αφήνω άδειες τις μέρες, να κάνω κάτι, πρέπει να κάνω κάτι, να κάνουμε κάτι. Σε κάθε συλλογική δραστηριότητα, όσο μινιμαρισμένη και να είναι, από ένα συνπερπατημα μέχρι συν-κόλληση αυτοκόλλητων σε καφάο αναπνέω κανονικά και μετά παλεύεται.

“Πώς αντιμετωπίζουμε τον μενουμεσπιτισμό; Τι έχει αλλάξει στις κοινωνικές μας σχέσεις; Με τις ανησυχίες για τη διαχείριση της κατάστασης από το κράτος, τι γίνεται; Πώς τις μοιραζόμαστε; Πώς αντιστεκόμαστε στα κρατικά σχέδια;”

Διαβάζω πολύ και πηγαίνω μεγάλους περιπάτους με φίλους που είχα να δω καιρό. Αυτό με ηρεμεί πολύ. Στην αρχή δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το κράτος την κατάσταση. Αυτό το διαρκές παπαγάλισμα του μένουμε σπίτι και μένουμε σπίτι. Η εξύψωση της λογικής του ατομικισμού και της ιδιώτευσης. Τα σώματά μας υπό κρατική εποπτεία, υπό επιτήρηση. Το κράτος προστάτης φροντίζει για μας, μας μετακυλά την ευθύνη, μας μαντρώνει, μας καταδικάζει σε θάνατο. Κι όμως μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο όπου η θυματοποίησή μας είναι προδιαγεγραμμένη, η όποια αντίδραση δίνει μεγάλη δύναμη. Κάθε πράξη που ξεφεύγει από το παρόν πλαίσιο αποκτά νόημα. Η συλλογικοποίηση σε επίπεδο εργασικών διεκδικήσεων, σε επίπεδο ψυχικής ενδυνάμωσης , σε επίπεδο απαλλοτριώσεων ειδών πρώτης και δεύτερης και τρίτης ανάγκης είναι μονόδρομος.