Δύο Κράτη ενάντια στο Προλεταριάτο – από τη Γάζα ως το Τελ-Αβίβ ο μόνος πόλεμος παραμένει ο ταξικός

Έχουμε ακούσει δικαιολογίες για την υποστήριξη του πολέμου στο έδαφος της «Παλαιστίνης/Ισραήλ» πολλές φορές – ίσως περισσότερο από κάθε άλλη σύγκρουση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτή παρουσιάζεται ως «Ιερός Πόλεμος» μεταξύ «καλού και κακού». Βλέπουμε αυτή την πολεμοκάπηλη αστική επιχειρηματολογία να προέρχεται από τα ΜΜΕ, τους πολιτικούς, τη «δεξιά», την «αριστερά» και την «υπεραριστερά», καθώς και από ορισμένους από τους λεγόμενους «κομμουνιστές» και «αναρχικούς».

Το αστικό ιδεολογικό κατασκεύασμα της «ισραηλινής/εβραϊκής μοναδικότητας» σερβίρεται τόσο με τη θετική όσο και με την αρνητική έννοια και χρησιμοποιείται από τους ταξικούς μας εχθρούς για να αποτρέψουν, να εμποδίσουν και να συντρίψουν την ανάπτυξη της ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ των «εβραίων/ισραηλινών» και των «αράβων/παλαιστινίων» προλετάριων.

Από τη μια πλευρά οι «Εβραίοι/Ισραηλινοί» επιτρέπεται να υπερασπίζονται το «κράτος και την ταυτότητά» τους ακόμα και από κάποιους από αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι επαναστάτες και ότι αντιτίθενται σε όλα τα κράτη και τις εθνικές ταυτότητες, επειδή «υπέφεραν με μοναδικό τρόπο» κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.

Από την άλλη πλευρά, διάφορες ομάδες που επίσης ισχυρίζονται ότι είναι επαναστάτες και ότι «παλεύουν για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης» δεν επεκτείνουν ποτέ το κάλεσμά τους για αδελφοποίηση στους «Εβραίους/Ισραηλινούς» προλετάριους και αντίθετα τους βάζουν στο ίδιο τσουβάλι με τη «δική τους» αστική τάξη και καλούν σε καταστροφή του Ισραήλ ως «ιδιαίτερα καταπιεστικού κράτους». Ταυτόχρονα, αντί να υποστηρίξουν τους προλετάριους στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη να ξεσηκωθούν ενάντια στους «δικούς τους» εκμεταλλευτές, καλούν σε υποστήριξη του «παλαιστινιακού» εθνικού κράτους.

Tridni Valka, From Gaza to Tel-Aviv and to the whole World… No War But Class War!

8/10/23

«Η ιστορική εξέλιξη στην περιοχή της Παλαιστίνης όπως και σε όλα τα µέρη του κόσµου καθορίζεται από την ταξική πάλη. Η ταξική πάλη βρίσκεται πίσω από τις κοινωνικές συγκρούσεις στην περιοχή της Παλαιστίνης και όχι κάποια σύγκρουση πολιτισµών, εθνών, φυλών ή θρησκειών.»

Έτσι ξεκινούσε η εισήγηση στην εκδήλωση «Ισραήλ – Παλαιστίνη ∆υο Κράτη ενάντια στο προλεταριάτο – Η ταξική πάλη µέσα από το παραµορφωτικό πρίσµα του εθνικισµού» των κινηματικών εκδόσεων του Κόκκινου Νήματος πριν 18 χρόνια, το 2005.

Και μόνο η αναφορά στην ταξική πάλη και το προλεταριάτο τόσο στην Παλαιστίνη όσο και στο Ισραήλ ήταν αρκετά ήδη τότε για να μας καταστήσουν εντελώς μειοψηφική φωνή εντός του λεγόμενου ανταγωνιστικού κινήματος κι, από ό,τι φαίνεται, ακόμα περισσότερο τώρα.

Σήμερα, από τη μια είναι οι νωπές ακόμα σφαγές της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ εις βάρος στρατιωτών αλλά και αμάχων στο νότιο Ισραήλ, στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την επιρροή τους στους Παλαιστίνιους και να αποτρέψουν μια περαιτέρω συρρίκνωση των εδαφών υπό τον έλεγχό τους καθώς και έναν δυσμενέστερο γεωπολιτικό συσχετισμό δυνάμεων μετά τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» του κράτους του Ισραήλ με κάποια αραβικά κράτη και πιθανά και τη Σ. Αραβία· από την άλλη, ο αδιάκριτος βομβαρδισμός και η ισοπέδωση ολόκληρων γειτονιών από τις Ισραηλινές «Αμυντικές» Δυνάμεις στο γκέτο της Γάζα καθώς και η διακοπή νερού, ηλεκτρικού, τροφίμων και φαρμάκων, μια τακτικά επαναλαμβανόμενη κατάσταση με στόχο την τρομοκράτηση και πειθάρχηση του -σε μεγάλο βαθμό προλεταριοποιημένου- πληθυσμού.

Σε αυτό το δυστοπικό σκηνικό οι ταξικοί αγώνες έχουν προ πολλού καταδικαστεί είτε στην περιθωριοποίηση είτε συχνότερα στην αλλοίωση μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του εθνικισμού, αυτήν την ιστορικά συγκεκριμένη, αλλοτριωτική μορφή «επίλυσης» του κοινωνικού ζητήματος.

Για να το (ξανα)πούμε απλά, ο εθνικισμός που γιγαντώνει μέσα από την κλιμάκωση των συγκρούσεων αυτή τη στιγμή στην περιοχή της Παλαιστίνης/Ισραήλ αποτελεί την ήττα των ταξικών αγώνων και στα δύο κράτη.

Μια άλλη θλιβερή εξέλιξη είναι η κυρίαρχη αντιμετώπιση της έξαρσης αυτής του εθνικισμού εντός του λεγόμενου ανταγωνιστικού κινήματος στα μέρη «μας» ενώ ένα (μικρότερο) κομμάτι του κουνάει σημαίες του εβραϊκού κράτους στο όνομα της καταδίκης του αντισημιτισμού και του «ισλαμοφασισμού», το πλειοψηφικό (κατά βάση αναρχο-σταλινικό) κομμάτι του βροντοφωνάζει ότι στην περίπτωση της Παλαιστίνης υπάρχει «εθνικό πένθος και όχι ταξικός πόλεμος», παρότι για τον εγχώριο κοινωνικό σχηματισμό μόλις πρότινος μας διαβεβαίωνε για το αντίθετο!

Μπροστά μας ξεπροβάλλει πάλι ο σκόπελος του εθνικισμού είτε δεξιού είτε αριστερού, με δύσκολη τη διάκριση ανάμεσά τους όχι μόνο στην περίπτωση της Χαμάς και της Τζιχάντ αλλά ακόμα και όσον αφορά το Ισραηλινό κράτος: το ότι η σημερινή κυβέρνησή του είναι (βολικά) ακροδεξιά, δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα θεμέλια του Ισραηλινού εθνικισμού ήταν αριστερά.

Εμείς δεν θα κουνήσουμε εθνικές σημαίες στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού και υπέρ του «αδύναμου κρίκου» και ταυτόχρονα υποκριτικά θα κραυγάζουμε για τα συμφέροντα της «τάξης μας» στην Ελλάδα – μιας τάξης που περιέργως χάνει την παγκόσμια υπόστασή της  μπροστά στη γοητεία των «εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων».

Θα παραμείνουμε προδότες κάθε εθνικής κοινότητας, μαζί με τους αρνητές στράτευσης στο Ισραήλ και τους παλαιστίνιους προλετάριους που απεργούσαν και λεηλατούσαν στη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα.

Παρακάτω ακολουθούν τα περιεχόμενα καθώς και εκτενή αποσπάσματα από τις εισηγήσεις της εκδήλωσης αυτής που συνοδεύτηκε από την προβολή της ταινίας «Οι μαύροι πάνθηρες του Ισραήλ μιλούν» που έδινε μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση της ταξικής διαστρωμάτωσης της ισραηλινής κοινωνίας.

Τέλος, θα δείτε αποσπάσματα από τον Πρόλογο της ελληνικής έκδοσης στο βιβλίο των Aufheben: Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου αιώνα από το Κόκκινο Νήμα.

https://www.kokkinonima.gr/Eisigiseis_Palestine_Kokkino_Nima.pdf

https://www.kokkinonima.gr/?p=115

  • Εισαγωγή
  • Σχετικά µε τις επικρατούσες αντιλήψεις περί «βολέµατος», «εκ του ασφαλούς κριτικής», κλπ.
  • Ιµπεριαλισµός και Αντι-Ιµπεριαλισµός
  • Σιωνισµός
  • α. Τα κιµπούτς
  • β. Η Histadrut (Γενική οργάνωση των Εβραίων Εργατών στο Έδαφος του Ισραήλ)
  • γ. Έποικοι
  • δ. SHAS
  • Το Πολιτικό Ισλάµ
  • Η ιστορία των ταξικών αγώνων στην περιοχή – Προλεταριακή συνεργασία Εβραίων και Αράβων και συνεργασία µεταξύ των αστικών τους τάξεων

«Η ισραηλινή κοινωνία δεν είναι καθόλου το οµοιογενές, µιλιταριστικό σύνολο που συνήθως εννοείται µέσα στους φιλοπαλαιστινιακούς πολιτικούς κύκλους στην Ελλάδα, αλλά µια ΤΑΞΙΚΑ ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΗ, σπαρασσόµενη δυναµική οντότητα µε τις ιδιαιτερότητές της και τις αντιθέσεις της, αντιθέσεις που παίρνουν πολλές φορές φυλετική µορφή. Πρόκειται για κοινωνία που συσσωρεύει ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ όχι µόνο µεταξύ των εβραίων και των αράβων ισραηλινής εθνικότητας αλλά και µεταξύ των ίδιων των εβραίων. Ακόµη και εντός των Mιζραχί υπάρχει µια ιεράρχηση: ξεχωρίζουν οι ευρωπαίοι Σεφαρδί και ακολουθούν οι αραβικής ή αιθιοπικής καταγωγής. Με τη σειρά τους, οι ίδιοι οι Mιζραχί (που οι Aσκενάζι τους αποκαλούν υβριστικά «µαύρους») αντιµετωπίζουν τους άραβες µε περιφρόνηση ως κατώτερους, ενώ την ίδια στιγµή νοσταλγούν την «παλιά πατρίδα», απ’ όπου ήρθαν, κάποια αραβική δηλ. χώρα. Ο λόγος των µαύρων πανθήρων συχνά ταλαντευόταν ανάµεσα στην ταξική και τη φυλετική/εθνοτική προσέγγιση, µέσω της πολιτικής της ταυτότητας, και κάποιες φορές ο εχθρός ταυτιζόταν µε τους Ασκενάζι. Η δική µας προσέγγιση βλέπει στους ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΩΝ τα όρια τα οποία δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το κίνηµα, γεγονός που αποτελεί την αιτία της ήττας του.»

«Στην προσπάθειά µας να προσεγγίσουµε το ζήτηµα της αραβοϊσραηλινής διαµάχης και ειδικότερα της Ιντιφάντα από την οπτική γωνία του ταξικού ανταγωνισµού βρισκόµαστε αντιµέτωποι µε απόψεις που δεν παίρνουν ξεκάθαρη θέση πάνω στο ζήτηµα. Παρά το γεγονός ότι ισχυρίζονται πως η κατάσταση στην Παλαιστίνη είναι πολύπλοκη και αποδέχονται την κοινωνική διάσταση του ζητήµατος, καταλήγουν µέσω της άκριτης και γενικόλογης στήριξης µιας φανταστικής οντότητας, του «παλαιστινιακού λαού», να αναπαράγουν τελικά την ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ, ΑΝΤΙ-ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ.»

«Τα ΤΑΞΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ ήταν πολύ έντονα, πρόκειται για µια εξέγερση που αποτέλεσε έµπρακτη ιστορική κριτική στην παλαιστινιακή εθνικιστική ιδεολογία. Ενώ πολλοί θεωρούσαν δεδοµένο ότι εξαρχής η Ιντιφάντα ήταν µια κινητοποίηση για την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους, οι πρώτες µέρες της εξέγερσης έδειξαν κάτι τελείως διαφορετικό. Στη διάρκεια των ανακρίσεων των πρώτων εκατοντάδων συλληφθέντων, ο ισραηλινός στρατός ανακάλυψε ότι οι προλετάριοι αυτοί δεν µπορούσαν να επαναλάβουν ούτε τα πιο συνηθισµένα συνθήµατα που χρησιµοποιούσε η ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) στην καθηµερινή της προπαγάνδα, και ακόµα και η κεντρική ιδέα του παλαιστινιακού αγώνα -το δικαίωµα στην αυτοδιάθεση- τους ήταν τελείως ξένη. Η µαζική ανεργία και η φτώχεια των προλετάριων, παράλληλα µε τον προκλητικό πλούτο της «λούµπεν παλαιστινιακής αστικής τάξης», όξυνε τον ταξικό ανταγωνισµό που εκφράστηκε τις πρώτες µέρες της εξέγερσης του 1987. Λεηλατήθηκαν σοδειές γαιοκτηµόνων, κάποιοι από τους οποίους ανακοίνωσαν δραστικές µειώσεις των ενοικίων, ενώ άλλοι απευθύνθηκαν στον ισραηλινό στρατό για προστασία. Η µικροαστική τάξη αναγκαζόταν πολλές φορές να κλείσει τα καταστήµατα σε µέρες απεργίας. Τον ∆εκέµβριο του 1987 120.000 εργάτες δεν παρουσιάστηκαν στις δουλειές τους στο Ισραήλ. Η απεργία συνέπεσε µε τη συγκοµιδή των εσπεριδοειδών, δουλειά στην οποία οι Παλαιστίνιοι αποτελούν το ένα τρίτο του εργατικού δυναµικού. Αυτό κόστισε στους ισραηλινούς αγροτικούς συνεταιρισµούς 500.000 δολάρια τους δυο πρώτους µήνες της εξέγερσης, λόγω ανεκπλήρωτων παραγγελιών για τη βρετανική αγορά, γεγονός που αποτέλεσε αρκετά σοβαρό πλήγµα για την ισραηλινή οικονοµία την περίοδο της Ιντιφάντα. Η διαδεδοµένη χρήση της πέτρας ως όπλου ενάντια στον ισραηλινό στρατό δε συµβάδιζε µε την «πολεµική λογική του κράτους». Η πέτρα αποτέλεσε εξισωτικό µέσο αφού ήταν ένα όπλο στο οποίο όλοι είχαν πρόσβαση. Το παλαιστινιακό προλεταριάτο πήρε κυριολεκτικά τον αγώνα στα χέρια του. Στην πρώτη γραµµή του αγώνα βρισκόταν µια νέα γενιά νεαρών προλετάριων που είχαν µεγαλώσει στην κατοχή. Καθώς όµως εξελίχθηκε από αυθόρµητη προλεταριακή εξέγερση σε εθνικό κίνηµα υπό την κηδεµονία της ΕΕΗΕ (Ενιαία Εθνική Ηγεσία της Εξέγερσης), η Ιντιφάντα κατέληξε να εκφράζει µια προβληµατική συµµαχία µεταξύ του προλεταριάτου και της µικροαστικής τάξης. Η στάση της ΟΑΠ στην Ιντιφάντα ήταν πυροσβεστική, αφού προσπάθησε να καναλιζάρει την εξέγερση στην τροχιά του εθνικού ζητήµατος, επιτυγχάνοντας τη διαταξική συµµαχία. Ας µην ξεχνάµε και το ρόλο των ισλαµιστικών οµάδων (που βέβαια δεν αµφισβήτησαν ρητά το ρόλο της ΟΑΠ): ενώ η εξέγερση φυλλορροούσε, το προλεταριάτο αποδεκατιζόταν από φραξιονιστικές διαµάχες ισλαµιστών και δολοφονίες «συνεργατών του εχθρού». Περισσότεροι παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν από παλαιστίνιους παρά από τις ισραηλινές δυνάµεις την άνοιξη του 1990. Πολλοί απ’ αυτούς συµµετείχαν σε λεηλασίες ή στους ταξικούς αγώνες. Ακόµα ένα σηµαντικό στοιχείο είναι το εξής: Στην αρχή της, η Ιντιφάντα περιλάµβανε στοιχεία εξέγερσης ενάντια στο θεσµό της οικογένειας. ΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΕΣ αρνήθηκαν την κοινωνική τους αφάνεια και συγκρούστηκαν µε το στρατό. Στη Ραµάλα, µερικά κορίτσια λιθοβόλησαν τους γονείς τους όταν αυτοί προσπάθησαν να εµποδίσουν τη συµµετοχή τους στην εξέγερση. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάµε την επίδραση που είχε η Ιντιφάντα στην εξέγερση των προλετάριων στη Μέση Ανατολή, αλλά όχι µόνο, ενάντια στα Π.∆.Π. (Προγράµµατα ∆οµικής Προσαρµογής) και τη συνεπαγόµενη λιτότητα, ανεργία και υποτίµηση της ζωής τους. Από την Αλγερία, µέχρι την Ιορδανία και το Μαρόκο, η Ιντιφάντα αποτέλεσε έµπνευση των προλετάριων (και όχι του αραβικού κόσµου, όπως παρουσιάζεται από την εθνικιστική ιδεολογία). Η συνθήκη αυτή δηµιούργησε την ανάγκη για µια βίαιη αποσύνθεση της εργατικής τάξης στην περιοχή, κάτι που πραγµατοποιήθηκε λίγα χρόνια µετά µε τον πόλεµο του Κόλπου.»

«Πέρα όµως από τους στόχους και την προοπτική που βάζουν οι υποστηρικτές των εθνικοαπελευθερωτικών κινηµάτων, ο ισχυρισµός τους αποδεικνύει και µια ολότελα λανθασµένη κατανόηση του τι είναι ο καπιταλισµός ως παγκόσµια κοινωνική σχέση. Οι άνθρωποι αυτοί δε θέλουν να αναγνωρίσουν τον τρόπο µε τον οποίο εκφράζεται η οικουµενική αυτή σχέση στον παγκόσµιο καταµερισµό εργασίας και εκµετάλλευσης. Η γεωγραφική επέκταση της καπιταλιστικής σχέσης δεν πραγµατοποιείται µε έναν οµοιογενή τρόπο αλλά ως µια διαδικασία άνισης ανάπτυξης. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή εντάσσει οργανικά τα διαφορετικά µέρη στο καπιταλιστικό όλον. Θα µπορούσαµε να παροµοιάσουµε τον ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ σαν ένα σώµα που απαρτίζεται από διαφορετικά όργανα τα όποια οφείλουν να λειτουργήσουν από κοινού. Εδώ, πρέπει να σηµειώσουµε ότι είναι λανθασµένη η αντίληψη που είναι ευρέως διαδεδοµένη στον ανατρεπτικό χώρο ότι οι δυτικές κοινωνίες καταναλώνουν αυτά που παράγονται από τις κοινωνίες τις περιφέρειας και εκφράστηκε στις αντιπολεµικές διαδηλώσεις µε το σύνθηµα: «Καταναλωτές της δυτικής ζωής, τον πόλεµο αυτόν τον κάνετε εσείς»! Αντιθέτως, η συσσώρευση κεφαλαίου κατά κύριο λόγο πραγµατοποιείται στις αναπτυγµένες βιοµηχανικά χώρες µέσα από τη συνδυασµένη εκµετάλλευση ειδικευµένης και ανειδίκευτης εργασίας, µέσα από την εκµετάλλευση της εργασίας τόσο των υποτιµηµένων, αποκλεισµένων, «ξένων» προλετάριων όσο και των υποτιθέµενα «βολεµένων», «ντόπιων», «εξασφαλισµένων».

«H συνήθης «σοβαρή» πολιτική ανάλυση του παλαιστινιακού είναι η αντι-ιµπεριαλιστική. Eµφανίζεται ως «σοβαρή» επειδή δεν καταφεύγει στους συναισθηµατισµούς των «σκοτωµένων παιδιών» και των «θρηνούντων µανάδων». Σύµφωνα µ’ αυτήν την ανάλυση, ο αγώνας για τη δηµιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους αποτελεί τη συµβολική και πραγµατική αιχµή του δόρατος ενάντια στον (αµερικάνικο) ιµπεριαλισµό στη Mέση Aνατολή. H Παλαιστίνη θεωρείται ότι αποτελεί έναν από τους ΑΔΥΝΑΜΟΥΣ ΚΡΙΚΟΥΣ της παγκόσµιας ιµπεριαλιστικής αλυσίδας και η υποστήριξη του αγώνα για τη «λευτεριά» της αποτελεί καθήκον όλων των «προοδευτικών» ανθρώπων που κόπτονται επίσης για την «εθνική ανεξαρτησία» της Eλλάδας. O ιµπεριαλισµός είναι µια φρικτή πραγµατικότητα· εκατοµµύρια άνθρωποι σ’ όλον τον κόσµο τη βιώνουν και εκατοντάδες βιβλία την περιγράφουν. Eίναι µια έννοια που εξάπτει τα πολιτικά πάθη και χρησιµοποιείται συχνά µε ένα δογµατικό τρόπο για να εξηγήσει, υποτίθεται, ένα πλήθος ασύνδετων µεταξύ τους εθνικών αγώνων για τη «λευτεριά» και την «ανεξαρτησία». H πραγµατική σηµασία που θα µπορούσε να έχει αυτή η έννοια έχει µέχρι σήµερα συσκοτιστεί από την κυρίαρχη οικονοµίστικη ερµηνεία της. Kαι εδώ, όπως και σε πολλά άλλα ζητήµατα, η επιρροή του Λένιν και των ακολουθητών του υπήρξε καταστροφική. Tο περίφηµο Iµπεριαλισµός: ανώτατο [δηλ. τελικό] στάδιο του καπιταλισµού υπήρξε η ρητή ή υπόρρητη πολιτική οικονοµία ολόκληρου σχεδόν του επαναστατικού κινήµατος µέσα στον 20ο αι. ―και ορισµένοι φιλοδοξούν να τη συνεχίσουν και µέσα στον 21ο αι.»

«Όπως έχουν δείξει οι ελάχιστες σοβαρές αναλύσεις του ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αι., αυτή η πολιτική (στην οποία µπορούν να ενταχθούν τόσο ο αγγλικός ή ο ιταλικός ιµπεριαλισµός όσο και η αποικιοκρατική πολιτική του σιωνισµού, για παράδειγµα) εξυπηρετούσε την επίλυση του κοινωνικού ζητήµατος. H απροθυµία των εθνικών αστικών τάξεων να εγκαταλείψουν κάποια από τα προνόµιά τους µπλοκάριζε την επίλυση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και εµπορευµάτων µέσω της κοινωνικής µεταρρύθµισης, την ικανοποίηση των εργατικών ή αγροτικών αιτηµάτων µέσω της αναδιανοµής των εισοδηµάτων ή της γης, την ενσωµάτωση των µειονοτήτων µέσω µιας φιλελεύθερης ή σοσιαλδηµοκρατικής κοινωνικής πολιτικής. Oι κοινωνικές συγκρούσεις ανάγκασαν τις µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις να κάνουν εξαγωγή της ταξικής πάλης για να αποφύγουν τον εµφύλιο πόλεµο, δηµιουργώντας π.χ. έποικους, στρατιώτες και άλλες επαγγελµατικές δυνατότητες στο εξωτερικό. Όπως αποδεικνύεται από τις ταξικές συγκρούσεις πριν και µετά τον α’ παγκόσµιο πόλεµο η πολιτική αυτή απέτυχε να επιλύσει τις αντιφάσεις της ταξικής κοινωνίας. Γι’ αυτό µε την πάροδο του χρόνου συνδυάστηκε µε τις πολιτικές του φασισµού, του φορντισµού ή του κεϋνσιανισµού, και σε κάποιες περιπτώσεις αντικαταστάθηκε από αυτές.»

«Nα ποια ήταν η δουλειά του µετα-αποικιακού κράτους: η γενίκευση της καπιταλιστικής σχέσης σε ολόκληρο τον πλανήτη. Aπό τη στιγµή που αυτή η διαδικασία γίνεται µέσω του κράτους και υπό συνθήκες άνισης ανάπτυξης παγιώνεται ένα ΙΕΡΑΡΧΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕ ΑΝΙΣΗ ΕΠΙΡΡΟΗ. Aρχίζουµε τώρα να διακρίνουµε κάπως το πλήρες νόηµα του ιµπεριαλισµού: µια ρευστή ηγεµονία µέσω της οποίας ένα κράτος ή µια συµµαχία κρατών καταφέρνει να επηρρεάσει µια σειρά άλλων κρατών ώστε να υιοθετήσουν ένα σύνολο κανόνων λειτουργίας της καπιταλιστικής σχέσης που να διευκολύνει τη διεθνή κυκλοφορία και συσσώρευση του κεφαλαίου. O ιµπεριαλισµός δεν είναι δηµιούργηµα ούτε των πολυεθνικών ούτε κάποιας υπέρτερης οικονοµικής και στρατιωτικής ισχύος. Tο καπιταλιστικό σύστηµα στο σύνολό του είναι ιµπεριαλιστικό. H ύπαρξη ιεραρχίας εντός της κρατικής Kαπιταλιστικής ∆ιεθνούς, µε τις HΠA επικεφαλής, ήταν ένα πολιτικό αποτέλεσµα αυτής της διαδικασίας σε µια συγκεκριµένη ιστορική στιγµή -τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Kαι τιµή στη Pόζα Λούξεµπουργκ που πρώτη διέγνωσε ότι στην εποχή µας «όλα τα κράτη είναι ιµπεριαλιστικά» -µε έναν καπιταλιστικό εννοείται τρόπο. Tο ίδιο και το µετα-αποικιακό σιωνιστικό κράτος.»

«Μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το αντιφατικό γεγονός της υποστήριξης –έστω και ιδεολογικής- εθνικοαπελευθερωτικών κινηµάτων, όπως αυτό της Παλαιστίνης. Ριζοσπαστικά κοµµάτια που συνήθως αρέσκονται στο να συνθηµατολογούν πως «οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα» ή «κάτω τα κράτη και η πατρίδες» µπροστά στο ζήτηµα της αραβοϊσραηλινής διαµάχης καταθέτουν τα όπλα της κριτικής και σπεύδουν να χειροκροτήσουν ή να συνταχθούν µε πρακτικές ξένες προς την παραπάνω συνθηµατολογία . Θέλουµε να δείξουµε πως ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ δεν είναι µια ιδεολογία που οι «κακοί εξουσιαστές» χρησιµοποιούν για να αποπλανήσουν του άβουλους «λαούς». Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΠΑΤΗΜΑ ΣΤΙΣ ΥΛΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΩΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΟΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ, την ενσωµάτωση τελικά στην κοινότητα του κεφαλαίου. Για µας λοιπόν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήµατα δεν είναι εν δυνάµει ταξικά αλλά αποτελούν την ήττα των ταξικών αγώνων. ∆ε συνιστούν έναν οπισθοδροµικό αντικαπιταλισµό αλλά µια συγκεκριµένη, ιστορικά ιδιαίτερη, µορφή εδραίωσης της καπιταλιστικής σχέσης. Ερευνώντας το παρελθόν του σιωνισµού, θέλουµε να υπενθυµίσουµε το ποιο είναι το µέλλον κάθε εθνικοαπελευθερωτικού κινήµατος άρα και του παλαιστινιακού.»

«Σε συνθήκες ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ, καθώς το κράτος του Iσραήλ έχει απωλέσει προ πολλού τη σιωνιστική σοσιαλίζουσα ιδεολογία του σπάζοντας το κοινωνικό συµβόλαιο µε τους ίδιους «του» ισραηλινούς πολίτες, η µεγάλη -και πλεονάζουσα για το κεφάλαιο- µάζα των παλαιστίνιων εργατών έχει ακόµα µεγαλύτερη δυσκολία απ’ ό,τι στο παρελθόν να ξεπεράσει τον ανταγωνισµό µε τους αλλοεθνείς εργάτες. Πέρα απ’ τους ισραηλινούς έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια ένας µεγάλος αριθµός φθηνότερων και πιο πειθαρχηµένων µεταναστών από ανατολική Eυρώπη και τον Tρίτο Kόσµο που κάνει το ζήτηµα της προλεταριακής συνεργασίας ακόµα πιο περίπλοκο. Kαι ακριβώς η πολυπλοκότητα της κατάστασης σήµερα θα αναγκάσει εβραίους και παλαιστίνιους να βγουν από τα ασφυκτικά όρια της µεταξύ τους διαµάχης, στα οποία παραµένουν εγκλωβισµένοι παρά τις σποραδικές, αλλά υπαρκτές, κινήσεις διεθνικής συνεργασίας. Mόνο µια γενίκευση των αγώνων, βάζοντας στο παιγνίδι και άλλους, θα είναι ικανή να απεγκλωβίσει τους εργάτες απ’ τη συσπείρωση µε τις «δικές τους» κρατικές µηχανές.»

Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης στο βιβλίο των Aufheben: Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου αιώνα

«Ήδη πριν από τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο η τάση που είχε αρχίσει να κυριαρχεί εντός του διεθνούς σιωνιστικού κινήματος ήταν αυτή του Eργατικού Σιωνισμού. O ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΣΙΩΝΙΣΜΟΣ ήταν μια ιδεολογία «εθνικιστικού σοσιαλισμού» που προπαγάνδιζε την «οργανική ενότητα» του έθνους και την κινητοποίηση όλων των κοινωνικών τάξεων για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Oι Eργατικοί δεν προωθούσαν απλώς τη διαταξική συνεργασία εντός του σιωνιστικού κινήματος αλλά και αυτό που θα ονομαζόταν αργότερα «εποικοδομητική» στρατηγική. Kατ’ αυτούς η εργατική τάξη όφειλε να καθοδηγήσει το σιωνιστικό κίνημα και να επιδιώξει μια στρατηγική δημιουργίας οικονομικών θεσμών και συνεργατικών αποικιών στην Παλαιστίνη. Oι θεσμοί αυτοί θα αποτελούσαν τις προδρομικές μορφές του μελλοντικού «εξισωτικού», «λαϊκού» και παραγωγικού έθνους-κράτους. H «εποικοδομητική» στρατηγική δημιουργίας μιας εβραϊκής Παλαιστίνης στηρίχθηκε στη συλλογή πόρων απ’ τη διεθνή αστική Σιωνιστική Oργάνωση, για τη χρηματοδότηση των οργανισμών που θα οργάνωναν την εγκατάσταση εκεί ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών εργατών. Ως εκ τούτου, η ιδιωτική καπιταλιστική πρωτοβουλία τοποθετήθηκε σε δεύτερη μοίρα και οι εργατικές κολλεκτίβες, όπως τα κιμπούτς, έγιναν το κέντρο αυτής της προσπάθειας… H Histadrut (Γενική Οργάνωση των Εβραίων Εργατών στο Έδαφος του Ισραήλ) ιδρύθηκε το 1920 από όλα τα κόμματα του Eργατικού Σιωνισμού. Mέλος της μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε εβραίος εργάτης ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. H Histadrut επεξεργάστηκε μια διττή τακτική για να προωθήσει τα σχέδια του Eργατικού Σιωνισμού. Αφενός, χρησιμοποιώντας τους πόρους που συγκέντρωνε στο εξωτερικό η Σιωνιστική Οργάνωση, κατόρθωσε να αναπτύξει μια κοινωνικο-οικονομική σφαίρα στην οποία απασχολούνταν αποκλειστικά εβραίοι. Αυτή η σφαίρα εκτεινόταν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας (κατασκευαστικές εταιρίες, γεωργικοί συνεταιρισμοί και κολλεκτίβες, εμπορικοί συνεταιρισμοί, κοινοτικές κατοικίες, τεχνικές σχολές, ταμεία αλληλοβοήθειας και κοινωνικής ασφάλισης). Αφετέρου, ασκούσε πιέσεις στους ιδιώτες εργοδότες (εβραίους και μη) και στις βρετανικές αρχές, που αποτελούσαν έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες, ώστε να προτιμούνται οι εβραίοι εργάτες από τους συνήθως φτηνότερους και λιγότερο απαιτητικούς άραβες εργάτες. Ταυτόχρονα ασκούσε πιέσεις και στους ίδιους τους εβραίους εργάτες ώστε να είναι λιγότερο απαιτητικοί και να δέχονται τις δύσκολες και κακοπληρωμένες εργασίες που τους προσφέρονταν. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η «κατάκτηση της εργασίας», δηλαδή ο πολιτικός και οικονομικός έλεγχος από το εβραϊκό εργατικό κίνημα ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού της τοπικής αγοράς εργασίας. Mέσω της ανάπτυξης μιας αυτόνομης κοινωνικο-οικονομικής σφαίρας στην Παλαιστίνη, ο Eργατικός Σιωνισμός κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο τη βιωσιμότητα του σιωνιστικού εγχειρήματος εν γένει, αλλά και τη δική του κυριαρχία στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης (Γισούβ) και, μακροπρόθεσμα, στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας μέχρι τη δεκαετία του ‘70. Παράλληλα, όπως συμβαίνει συχνά στη διάρκεια της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός εθνικού κεφαλαίου στο εσωτερικό ενός (πρόσφατα δημιουργημένου ή υπό ίδρυση) έθνους-κράτους, η πολιτική αποκλεισμού των αράβων από την αγορά εργασίας και τις οικονομικές δραστηριότητες εν γένει συνοδεύτηκε και από την αρπαγή της γης τους».

«Mετά τον εβραϊκό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά των άγγλων και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, οι σιωνιστές, που μέχρι τότε είχαν καταφέρει ν’ αγοράσουν μόνο το 7% της παλαιστινιακής γης, προχώρησαν στην εκδίωξη των αράβων, οι οποίοι «πλεονάζουν» στο νέο κρατικό μόρφωμα. Tο μεγαλύτερο κομμάτι του αραβικού πληθυσμού των εδαφών που εντάχθηκαν στο νέο κράτος εξαναγκάστηκε να καταφύγει στην Ιορδανία ή στα εδάφη της σημερινής Δυτικής Όχθης, που τα προσάρτησε η Ιορδανία σε συμφωνία με το Ισραήλ. Δεν ήταν λίγοι οι παλαιστίνιοι που κατέφυγαν και σε άλλες αραβικές χώρες. Το κοινωνικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε μετά την εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού από τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ, ήρθαν να καλύψουν οι εβραίοι της Ανατολής από την Ασία και την Αφρική, οι οποίοι, μαζί με τους Ισραηλινούς άραβες, δηλ. τους ντόπιους που παρέμειναν στις εστίες τους, κατέλαβαν την κατώτερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, αποτελώντας μια υποτιμημένη εργατική δύναμη. Το 1967, μετά τον «πόλεμο των έξι ημερών» και την κατάληψη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, η αστική τάξη του Ισραήλ βρέθηκε να έχει στη διάθεσή της μια ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΦΤΗΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ, η εκμετάλλευση του οποίου τη βοήθησε να «απορροφήσει» εν μέρει τις κοινωνικές συγκρούσεις που είχαν προκαλέσει οι αγώνες των φτωχών εβραίων της Ανατολής για να ενταχθούν ισότιμα στον ισραηλινό κοινωνικό σχηματισμό. Έτσι στην κατώτερη βαθμίδα της αγοράς εργασίας βρέθηκαν οι παλαιστίνιοι προλετάριοι των κατεχόμενων εδαφών. Όντας μια μερίδα του πληθυσμού που δε διέθετε καμία νομική υπόσταση μέσα στο κράτος του Ισραήλ, για να εργαστούν έπρεπε να εξασφαλίζουν ειδικές άδειες εργασίας και μετακίνησης οι αμοιβές τους ήταν πολύ κατώτερες από εκείνες των άλλων εργαζομένων (ακόμα και από εκείνες των Iσραηλινών αράβων), ενώ όσοι δεν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες άδειες, ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται παράνομα στο Ισραήλ, αποτελώντας αντικείμενο ακόμα σκληρότερης εκμετάλλευσης εκ μέρους των εργοδοτών τους. Συγχρόνως, τα κατεχόμενα εδάφη παρείχαν στο Ισραήλ τον «ζωτικό χώρο» που του ήταν απαραίτητος προκειμένου να μπορέσει να παράσχει ένα καλύτερο επίπεδο στέγασης και εγκατάστασης τόσο στους εβραίους της Ανατολής, ενσωματώνοντάς τους κοινωνικά, όσο και σε άλλους εβραίους που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στη «Γη της Επαγγελίας».

«Mέχρι το 1967 ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ στο Iσραήλ χαρακτηριζόταν από το διευρυμένο ρόλο του κράτους και της Histadrut. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός κρατικών επιχειρήσεων, ενώ το 24% των μισθωτών απασχολείτο σε εταιρείες και συνεργατικές που συνδέονταν με τη Histadrut. Tο κράτος επένδυε στην υποδομές και την κατοικία, ενώ ταυτόχρονα παρείχε επιδοτήσεις και κίνητρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο το οποίο με τα χρόνια κατέληξε ν’ απορροφήσει το δημόσιο κεφάλαιο. H κατοχή του 1967 έβγαλε το καθεστώς εντατικής συσσώρευσης από την κρίση στην οποία είχε περιέλθει εκείνη την εποχή και το μετέτρεψε σε προστατευμένη πολεμική οικονομία βασισμένη στα οπλοδολλάρια, την αμερικανική βοήθεια και τον στασιμοπληθωρισμό. Η πίεση όμως που άσκησε η πρώτη Ιντιφάντα του 1987, μια σειρά διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων (κατάρρευση του μπλοκ του κρατικού καπιταλισμού το 1989, ένταξη των περισσότερων αραβικών κρατών στην υπό την ηγεσία των HΠA συμμαχία εναντίον του Ιράκ το 1991), η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου όπλων και η αυξανόμενη διεθνοποίηση της ισραηλινής οικονομίας την οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε κρίση συσσώρευσης. H νεοφιλελεύθερη φράξια του κεφαλαίου που βρισκόταν στην εξουσία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 αναγκάστηκε έτσι να περάσει από τα «κέρδη του πολέμου» στα «μερίσματα της ειρήνης».

«Tο Ισραήλ πρότεινε το 1992 για πρώτη φορά ένα σχέδιο σταδιακής διευθέτησης του «παλαιστινιακού ζητήματος» απευθείας στους παλαιστίνιους ηγέτες και όχι στα αραβικά κράτη. Φυσικά, αυτό το σχέδιο, που κατέληξε στις ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΛΟ, προτάθηκε στη «μόνη διεθνώς αναγνωρισμένη οργάνωση των παλαιστινίων», την ΟΑΠ, που, όπως δείχνει το κείμενο του Aufheben, αν και είχε ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη του παλαιστινιακού πληθυσμού αρκετά πριν από την πρώτη Ιντιφάντα, μπόρεσε λόγω των αδυναμιών της εξέγερσης και της αναγνώρισής της από το Iσραήλ να ξαναστηθεί στα πόδια της. H ισραηλινή αστική τάξη πίστευε ότι μέσα από τις συμφωνίες θα κατόρθωνε ν’ αναδιαρθρώσει την οικονομία, ν’ απαλλαγεί από ένα ενοχλητικό δημογραφικό και κοινωνικό πρόβλημα και ταυτόχρονα ν’ αναθέσει το κόστος της αστυνόμευσης και αναπαραγωγής της παλαιστινιακής εργατικής τάξης σε μια Παλαιστινιακή Aρχή. Πράγματι, αν και οι δυνάμεις ασφαλείας της παλαιστινιακής αρχής, λόγω του ισχνού οπλισμού τους που προβλεπόταν από τις συμφωνίες του Όσλο, αδυνατούσαν ν’ αμφισβητήσουν την υπεροπλία του κράτους του Ισραήλ, ήταν εν τούτοις υπεραρκετές για την ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ των κατεχομένων εδαφών. Συγχρόνως η ισραηλινή αστική τάξη είχε και άλλα οφέλη από τις συμφωνίες του Όσλο. Πρώτον, οι σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο μπήκαν σε μια τροχιά εξομάλυνσης και καταργήθηκε το εμπάργκο που είχαν επιβάλλει οι αραβικές χώρες στο κράτος του Ισραήλ και στις εταιρίες που συνεργάζονταν με αυτό. Δεύτερον, από τη στιγμή που η οριστική διευθέτηση του εδαφικού ζητήματος είχε παραπεμφθεί σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις, το Ισραήλ μπόρεσε, όντας σε θέση ισχύος, να συνεχίσει τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών, «τακτοποιώντας» εβραίους που μετοίκησαν στο Ισραήλ κυρίως από την ΕΣΣΔ μετά τη διάλυσή της· τρίτον, βρήκε το χρόνο ν’ αντικαταστήσει τους απείθαρχους παλαιστίνιους εργάτες με πιο πειθαρχημένους μετανάστες· και, τέταρτον, δε στερήθηκε τη δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού που αποτελούν τα κατεχόμενα εδάφη, από τη στιγμή που, σε συνεργασία με παλαιστίνιους υπεργολάβους, μια σειρά ισραηλινών επιχειρήσεων εγκαταστάθηκαν στις «παρυφές» των κατεχομένων εδαφών, εκμεταλλευόμενες το διαθέσιμο φτηνό εργατικό δυναμικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ισραηλινή αστική τάξη διασφάλισε επίσης ότι δεν επρόκειτο να αναπτυχθεί στα εδάφη υπό τον έλεγχο της EΠΑ (Eθνική Παλαιστινιακή Αρχή) μια αυτόνομη παλαιστινιακή οικονομία ανταγωνιστική προς την ισραηλινή».

«Το κράτος του Ισραήλ εντατικοποίησε την πολιτική των «ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΩΝ», επιλέγοντας ως στόχους ηγετικά στελέχη των παλαιστινιακών πολιτικών οργανώσεων. Τα πιο γνωστά θύματα αυτής της πολιτικής είναι χωρίς αμφιβολία ο Σεΐχης Γιασίν, πνευματικός ηγέτης της Χαμάς, και ο διάδοχός του στην ηγεσία της οργάνωσης, ο Αμπντέλ Αζίζ Αλ Ραντίζι. Με αυτές τις δολοφονίες , το κράτος του Ισραήλ έθεσε τέρμα στην «ασυλία» που απολάμβαναν τα στελέχη των πολιτικών οργανώσεων, υπενθυμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλοι οι παλαιστίνιοι ανεξαιρέτως αποτελούν εν δυνάμει στόχους. Έτσι, το 2004 ο Aμπού Mάζεν, στέλεχος της Φατάχ και δεξί χέρι του Aραφάτ, μπόρεσε να εμφανιστεί και να διαφημιστεί ως «ρεαλιστής», αφού όλοι οι παλαιστίνιοι εθνικιστές που τον στηρίζουν είχαν εν τω μεταξύ φτάσει σε πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο. Ταυτόχρονα, το κράτος του Ισραήλ υιοθέτησε μια σκληρή πολιτική ΑΝΤΙΠΟΙΝΩΝ ενάντια στον παλαιστινιακό πληθυσμό εν γένει, πραγματοποιώντας πολύνεκρες επιδρομές σε πόλεις και προσφυγικούς καταυλισμούς που βρίσκονται στο εσωτερικό των αυτόνομων παλαιστινιακών περιοχών (σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές «ορμητήρια των τρομοκρατών»), κατεδαφίζοντας οικίες παλαιστινίων και πραγματοποιώντας πολυάριθμες συλλήψεις ως απάντηση στις επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον αμάχων ή στρατιωτών».

«Ένα από τα βασικά μέτρα που υιοθέτησε το κράτος του Ισραήλ για να απαντήσει, όπως λέει, στις επιθέσεις εναντίον του ―επιθέσεις που το ίδιο τροφοδότησε μετά το 2000― ήταν Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ή ο αποκλεισμός των περιοχών από τις οποίες υποτίθεται ότι προέρχονταν οι δράστες των επιθέσεων. Kαθώς οι περισσότεροι παλαιστίνιοι εργάτες απασχολούνταν σε επιχειρήσεις μέσα στο Ισραήλ, το μέτρο αυτό τους στέρησε το εισόδημα τους. Σήμερα, η πλειοψηφία των παλαιστινίων ζει με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. Eπιπλέον «πάγωσε» κάθε οικονομική δραστηριότητα στις παλαιστινιακές περιοχές. Ήδη από την πρώτη Ιντιφάντα είχε παρουσιαστεί η τάση αντικατάστασης του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού με εργάτες που προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα ήδη από τότε την αύξηση της ανεργίας ανάμεσα στους παλαιστίνιους. Αυτό το «πλεονάζον» εργατικό δυναμικό δεν μπόρεσε να απορροφηθεί στις οικονομικές δομές που αναπτύχθηκαν στις αυτόνομες παλαιστινιακές περιοχές μετά τις Συμφωνίες του Όσλο (μοναδική εξαίρεση ίσως αποτελεί η κατηγορία των πρώην μαχητών της Φατάχ, και πρόσφατα και των άλλων οργανώσεων, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό στελέχωσαν την αστυνομία και τις δυνάμεις ασφαλείας της ΕΠΑ). Σήμερα αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο καθώς ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών σε συνδυασμό με τη διάλυση των δομών της ΕΠΑ και την κατασκευή του Τείχους Ασφαλείας έχουν οδηγήσει ένα μεγάλο κομμάτι των παλαιστίνιων μακριά από την παραγωγική διαδικασία, αναγκάζοντάς το να βασίζεται στη διεθνή βοήθεια ή στη φιλανθρωπία για να επιβιώσει. Λόγου χάρη, στην Τζενίν, η ανεργία μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα άγγιξε το 68% από 48% που ήταν πριν απ’ αυτήν».

«Στο κοινωνικό επίπεδο αυτή η νέα πραγματικότητα έχει οδηγήσει και σε μια σημαντική επιδείνωση της θέσης της γυναίκας μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία. Αν και ΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΕΣ είναι από τις πιο μορφωμένες γυναίκες του αραβικού κόσμου και κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα συμμετείχαν ενεργά στην εξέγερση, κατακτώντας ένα σημαντικό βαθμό χειραφέτησης, τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. H μαζική ανεργία που πλήττει τους άντρες και η συνεπακόλουθη κοινωνική περιθωριοποίησή τους, τους αφήνει ως μοναδικό χώρο στον οποίο μπορούν να ασκήσουν την κυριαρχία τους το χώρο του σπιτιού ασκώντας βία εις βάρος των γυναικών και επιβάλλοντας τη συμμόρφωσή τους με τους παραδοσιακούς οικογενειακούς κανόνες. Επίσης η διάλυση μεγάλου μέρους των κοινωνικών δομών επιτρέπει να μένουν ατιμώρητα τα «εγκλήματα τιμής» και τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης στο εσωτερικό της οικογένειας και ιδιαίτερα τα αιμομικτικά».

«Αν ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών έχει απομακρύνει πολλούς παλαιστίνιους εργάτες από τις θέσεις εργασίας τους στο Ισραήλ, η κατασκευή του Τείχους Ασφαλείας έρχεται για πολλοστή φορά μέσα σε έναν αιώνα να εκδιώξει τους παλαιστίνιους αγρότες από τη γη τους, συνεχίζοντας την αέναη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης. ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ προτάθηκε για πρώτη φορά το Nοέμβριο του 2000 από τον τότε πρωθυπουργό Mπαράκ και άρχισε να οικοδομείται τον Iούνιο του 2002. Σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές το Τείχος αποτελεί την απάντηση του κράτους του Ισραήλ στις συνεχιζόμενες επιθέσεις αυτοκτονίας κατά των ισραηλινών πόλεων και των στρατιωτικών φυλακίων στις διόδους προς το Ισραήλ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια το μήκος του θα φτάνει τα 620 χλμ.· το Tείχος αποτελείται από ένα ηλεκτροφόρο συρμάτινο φράχτη (στα σημεία που βρίσκονται κοντά σε πόλεις και χωριά είναι τσιμεντένιος) εφοδιασμένο με συστήματα συναγερμού και παρακολούθησης για να διαπιστώνονται τυχόν παραβιάσεις του. Κατά μήκος του Tείχους είναι τοποθετημένοι πύργοι ελέγχου και φυλάσσεται από περιπολίες μηχανοκίνητων τμημάτων του ισραηλινού στρατού. Οι παλαιστίνιοι θα εφοδιαστούν με ειδικές άδειες για να περνούν από τις ειδικές πύλες που προβλέπεται να κατασκευαστούν. Αν και ο δηλωμένος σκοπός του Tείχους είναι να αποκόψει και να «προφυλάξει» τα ισραηλινά εδάφη και τους εβραϊκούς οικισμούς εποίκων στη Δυτική Όχθη, ο ουσιαστικός σκοπός του είναι να αποκόψει τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη μεταξύ τους και, το κυριότερο, να αποκόψει τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών από τη γη τους και τους φυσικούς πόρους. Μόνο για την κατασκευή του Tείχους απαιτείται η απαλλοτρίωση γεωργικών εκτάσεων που ανήκουν σε παλαιστίνιους αγρότες, η καταστροφή των καλλιεργειών και του αρδευτικού δικτύου. Μετά την ολοκλήρωση του Tείχους μέσα στο 2005 υπολογίζεται ότι μεγάλες αγροτικές εκτάσεις θα γίνουν απροσπέλαστες για τους παλαιστίνιους αγρότες, στερώντας τους έτσι το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους και προλεταριοποιώντας τους περαιτέρω. Eάν συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο, τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη τείνουν να μετατραπούν αποκλειστικά σε «ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ» ΦΤΗΝΗΣ, ΕΥΕΛΙΚΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ, η οποία θα είναι δυνατό να αξιοποιηθεί στις βιομηχανικές ζώνες που το κράτος του Ισραήλ σκοπεύει να εγκαταστήσει από κοινού με τα γειτονικά του κράτη κοντά στα παλαιστινιακά εδάφη. Πρόκειται για μια προσαρμογή του νοτιοαφρικανικού μοντέλου των «νησίδων ανάπτυξης» (growth points). Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η πρόσφατη συμφωνία που υπέγραψε το Ισραήλ με την Αίγυπτο, για τη δημιουργία μιας τέτοιας ζώνης, σαν πρώτο βήμα για μια στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία. Επίσης το κράτος του Ισραήλ ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέσει τα χρήματα που προόριζε ως βοήθεια προς την ΕΠΑ για την κατασκευή παρόμοιων βιομηχανικών ζωνών στη Λωρίδα της Γάζας, χωρίς όμως ανταπόκριση από την Ε.Ε. Σε αυτές τις βιομηχανικές ζώνες (ήδη κατασκευάζονται δύο και προβλέπεται η κατασκευή συνολικά εννέα) ο μισθός των παλαιστίνιων εργατών θα είναι το ένα τρίτο του μισθού των ισραηλινών εργατών. Αν και η κατασκευή του Tείχους έχει κριθεί παράνομη από το διεθνές δικαστήριο της Χάγης και σε ορισμένα σημεία έχουν υπάρξει αλλαγές στα αρχικά σχέδια σύμφωνα με αποφάσεις ισραηλινών δικαστηρίων ύστερα από προσφυγές παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης, η κυβέρνηση του Ισραήλ μοιάζει αμετακίνητη στην απόφασή της να ολοκληρώσει το Tείχος, ως μέρος μιας γενικότερης πολιτικής που προωθείται με το σχέδιο μονομερούς «αποχώρησης» από τα κατεχόμενα εδάφη. Αυτό το σχέδιο προβλέπει τη διάλυση των εβραϊκών οικισμών εποίκων στη Λωρίδα της Γάζας με την ταυτόχρονη επέκταση των οικισμών στη Δυτική Όχθη και την ντε φάκτο προσάρτηση αυτών των εδαφών στο κράτος του Ισραήλ. Πρόκειται για τη βίαιη επιβολή του σχεδίου που ο Mπαράκ αδυνατούσε να επιβάλλει με «ειρηνικά» μέσα πριν την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα».

«Μια σημαντική διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα είναι Ο ΒΑΘΜΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ της δεύτερης και ο κυρίαρχος ρόλος που παίζουν σε αυτήν οι ΕΝΟΠΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ. Όπως δείχνει και το κείμενο του Aufheben, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρώτης Ιντιφάντα ήταν η μεγάλη συμμετοχή του παλαιστινιακού προλεταριάτου, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου. Το γεγονός ότι το κύριο όπλο αυτής της Ιντιφάντα ήταν οι πέτρες, ένα όπλο προσιτό σε όλους, καθώς και το γεγονός ότι ο αγώνας ενάντια στον ισραηλινό στρατό εκδηλωνόταν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, όπως οι πορείες, οι απεργίες και ο πετροπόλεμος, έδινε τη δυνατότητα ενεργούς συμμετοχής σε ευρεία στρώματα του παλαιστινιακού πληθυσμού. Στη δεύτερη Ιντιφάντα αυτό το σκηνικό ανατράπηκε τελείως καθώς το κύριο βάρος της σύγκρουσης ανέλαβαν οι ένοπλες ομάδες της Φατάχ και η στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς. Tο ίδιο το περιεχόμενο της σύγκρουσης άλλαξε, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ομάδες αυτές επικεντρώθηκαν σε εθνικιστικές μορφές δράσης, όπως η πραγματοποίηση επιθέσεων εναντίον οικισμών εποίκων, εναντίον των φυλακίων στις διόδους προς το Ισραήλ και εναντίον των ισραηλινών πολιτών στις πόλεις του Ισραήλ. Οι επιχειρήσεις που διεξάγουν αυτές οι οργανώσεις, συνήθως επιθέσεις αυτοκτονίας κατά πολιτών στις ισραηλινές πόλεις ή εκτόξευση αυτοσχέδιων πυραύλων κατά ισραηλινών στόχων γενικά, δε σκοπεύουν να πλήξουν την αδιαμφισβήτητα ανώτερη πολεμική ικανότητα του κράτους του Ισραήλ αλλά ν’ αυξήσουν την αποδοχή αυτών των οργανώσεων μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία στα πλαίσια της διαμάχης για την εξουσία ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς. Επίσης, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο έλεγχος της Ιντιφάντα από τις παραπάνω οργανώσεις και επαναφομοιώνονται οι τάσεις ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της παλαιστινιακής αστικής τάξης που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα και στην αρχή της δεύτερης όταν οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με πέτρες ενάντια στην αστυνομία της ΕΠΑ που φρουρούσε τις διόδους πρόσβασης προς το Ισραήλ».

«Λόγω της μεγάλης απήχησης της Χαμάς τα τελευταία χρόνια, αξίζει να σταθούμε στη διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του ισλαμισμού στην Παλαιστίνη… TΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜ, αν και αυτοπαρουσιάζεται ως αντικαπιταλιστικό, δεν αποτελεί καμιά απειλή για την ταξική κοινωνία: η μόνη ισότητα που προσφέρει είναι η μετά θάνατον. Eξάλλου, οι πολυεθνικές συνεργάζονται άριστα με πλήρως ή εν μέρει ισλαμικά καθεστώτα για τον επιπλέον λόγο ότι αυτά καταφέρνουν να έχουν μεγάλο έλεγχο της εργατικής τάξης τους προσφέροντάς της μια ιδεολογία που μυστικοποιεί την καπιταλιστική κοινωνική σχέση. Oι ισλαμιστές μπορεί να παραπέμπουν στην απαγόρευση του τόκου απ’ το Kοράνι αλλά παραλείπουν να πουν ότι η αντίθεση πλούτου και φτώχειας αποτελεί συνθήκη που το Kοράνι και τα άλλα ιερά κείμενα αποδέχονται και εγκρίνουν. Εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη που χρησιμοποιούν τον ισλαμισμό κατά βάση για την πειθάρχηση του προλεταριάτου τους γεννούν αναπόφευκτα ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις, τις οποίες κατόπιν προσπαθούν να μετατρέψουν από πρόβλημα σε μέσο εξαγωγής των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων που δημιουργεί η κατ’ ανάγκη αντιφατική πολιτική τους ή σ’ ένα «όπλο» της εξωτερικής πολιτικής τους. Η αποστολή εθελοντών στους μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν από τη Σαουδική Αραβία, απάλλαξε τη δυναστεία των Σαούντ από πολλούς ανεπιθύμητους υπηκόους της, ενώ η χρηματοδότηση ισλαμικών ιδρυμάτων ανά τον κόσμο αυξάνει το κύρος της σαουδαραβικής δυναστείας στα μάτια των πιστών. Το ίδιο κράτος, αν και απαγορεύει τη δράση ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων στο έδαφός του, χρηματοδοτεί ανάλογες οργανώσεις στο εξωτερικό, όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και η ΧΑΜΑΣ, στα πλαίσια της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής του. Στην Παλαιστίνη η κύρια παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση, η Χαμάς, ιδρύθηκε το 1978 από το Σεΐχη Αχμέντ Γιασίν και είχε τότε την επωνυμία Αλ Μουτζάμα Αλ Ισλάμι. Αρχικά η δράση της οργάνωσης περιοριζόταν στην προπαγάνδα και τη φιλανθρωπία. Οι ισραηλινές αρχές είδαν με καλό μάτι την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της λόγω της ρητορικής της ενάντια στην κοσμική ΟΑΠ και της μετάθεσης του εθνικού αγώνα για την «απελευθέρωση» της Παλαιστίνης στο απώτερο μέλλον, αφού «ωριμάσουν οι συνθήκες». Χάρη στην οικονομική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και τα στραβά μάτια των ισραηλινών αρχών, η οργάνωση του Γιασίν μπόρεσε σχετικά γρήγορα να αυξήσει την επιρροή της, ιδιαίτερα στη Λωρίδα της Γάζας, λόγω της προνοιακής πολιτικής που ακολούθησε, ανακουφίζοντας τους κατοίκους της φτωχότερης περιοχής της Παλαιστίνης. Το 1988 μετά το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα, ο Γιασίν μετονόμασε την οργάνωσή του σε Χαμάς (Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης), η οποία εξελίχτηκε σε μια από τις πιο μαχητικές ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις και έναν από τους πιο «θανάσιμους» εχθρούς του Ισραήλ. Στόχοι της Χαμάς, στην ιδρυτική της διακήρυξη, είναι η ανακατάληψη ολόκληρης της Παλαιστίνης, η εκδίωξη των «σιωνιστών» και των «σταυροφόρων» και η επαναφορά του ισλαμικού νόμου ως πυξίδας για την κοινωνική ζωή, ως ένα μέσο για την «αποκατάσταση των αδικιών» και την «εξαφάνιση της διαφθοράς». Θεωρεί τον εθνικισμό κομμάτι της θρησκευτικής πίστης και κηρύσσει ότι είναι πρωταρχικό καθήκον των πιστών, αντρών και γυναικών, να πολεμούν τους «ξένους» που εισβάλλουν στα «εδάφη των μουσουλμάνων». Σύμφωνα με τη Χαμάς, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των παλαιστινίων εντάσσεται στο γενικότερο αγώνα των αράβων και όλων των μουσουλμάνων ενάντια στο Σιωνισμό, και για αυτό το λόγο αποτελεί ατομικό καθήκον του κάθε μουσουλμάνου η υποστήριξη της παλαιστινιακής υπόθεσης. Προβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη και την ηθική και οικονομική αλληλοϋποστήριξη των μουσουλμάνων ως ένα μέσο αντίστασης στους εισβολείς και ως μέσο εθνικής επιβίωσης στις συνθήκες της κατοχής. Παρόμοιο είναι και το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει και τις υπόλοιπες κοινωνικές δραστηριότητες: παιδεία και τέχνη πρέπει να «αποκαθαρθούν» από τα «ξένα» στοιχεία και να τεθούν στην υπηρεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της οικοδόμησης ενός κράτους με μουσουλμανικό χαρακτήρα. Η Χαμάς αντιτάχθηκε στις Συμφωνίες του Όσλο, προβάλλοντας πιο μαξιμαλιστικούς στόχους (όπως την ολοκληρωτική καταστροφή του κράτους του Ισραήλ) και δε συμμετείχε στη συγκρότηση της ΕΠΑ, προτιμώντας το ρόλο της «συνετής»-ήπιας αντιπολίτευσης. Θεωρούσε ότι καμία πολιτική ηγεσία δεν είναι εξουσιοδοτημένη να απεμπολήσει τα δικαιώματα των μουσουλμάνων πάνω σε εδάφη που τους ανήκουν, εκχωρώντας την κυριαρχία τους στους «άπιστους» (στη συγκεκριμένη περίπτωση, στους ισραηλινούς). Tο 1994, μετά την επίθεση ενός εβραίου εποίκου εναντίον μουσουλμάνων πιστών σε τέμενος της Χεβρώνας, η Χαμάς εγκαινίασε την τακτική των επιθέσεων εναντίον ισραηλινών πολιτών και εποίκων. Αυτή η τακτική, άγνωστη στην πρώτη Ιντιφάντα, αν και μεθοδεύτηκε κυρίως από τη Χαμάς, χρησιμοποιήθηκε, μετά την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα, και από οργανώσεις που πρόσκεινται στη Φατάχ όπως οι Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του Αλ-Aκσά. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες αυτές οι δύο οργανώσεις, αν και υποτίθεται ότι εμπνέονται από διαφορετικές ιδεολογίες, συνεργάστηκαν στην οργάνωση κοινών επιχειρήσεων. Το 1996, στις εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής, η Χαμάς αρνήθηκε να συμμετάσχει για να μη νομιμοποιήσει τις συμφωνίες του Όσλο, αλλά συμπαθούντες της Χαμάς παρουσιάστηκαν ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη Ιντιφάντα οι δραστηριότητες της Χαμάς βρέθηκαν πολλές φορές στο στόχαστρο τόσο των ισραηλινών αρχών όσο και των δυνάμεων ασφαλείας της ΕΠΑ. Όμως το γεγονός αυτό τη βοήθησε να εισπράξει τη διογκούμενη δυσαρέσκεια τόσο για τη διαφθορά της ΕΠΑ και την αδυναμία της τελευταίας να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των παλαιστινίων, όσο και για την παρελκυστική πολιτική του Ισραήλ όσον αφορά την ίδρυση ενός «βιώσιμου» παλαιστινιακού κράτους. Η επιρροή της Χαμάς φάνηκε ακόμα πιο καθαρά στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα. Αν και απέφυγε να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τη Φατάχ, την κύρια αντίπαλό της για τη διεκδίκηση της παλαιστινιακής ηγεσίας, δε δίστασε να πραγματοποιήσει ενέργειες τις οποίες η ΕΠΑ αποδοκίμασε, όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον πολιτών στις ισραηλινές πόλεις. Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε τις ενέργειες αυτές ως μια απλή και μη οργανωμένη, ατομική εκδήλωση οργής που υπαγορεύεται από την επιδείνωση της θέσης των παλαιστινίων. Oι επιθέσεις αυτές αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού, τον οποίο δε λαμβάνουν υπόψη τους όσοι τις υποστηρίζουν επικαλούμενοι μια ηθικίστικη λογική και την «απελπισία» των δραστών. Aντίθετα, απαιτούν συνθήκες πραγματικού ή φανταστικού πολέμου, οργάνωση, εκπαίδευση, πληροφόρηση, υλικές υποδομές, προπαγάνδα, οικονομικούς πόρους και φυσικά μια πολιτική ηγεσία που τις οργανώνει στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι είναι συγκεκριμένες οι ομάδες ή οι αντιλήψεις στη M. Aνατολή (αλλά και αλλού) που στηρίζουν, εκθειάζουν και προωθούν αυτές τις πρακτικές τις οποίες βέβαια κεφαλαιοποιούν για αυτοδιαφημιστικούς λόγους. Aκόμα κι αν δεχτούμε ότι τα συγκεκριμένα άτομα τα οποία αναλαμβάνουν να τις διεκπεραιώσουν σπρώχνονται από «απόγνωση», τα κίνητρά τους δεν είναι ποτέ μονοσήμαντα. Oύτως ή άλλως, δεν μπορούμε να εξηγούμε μια συγκεκριμένη πρακτική με κοινωνικές συνέπειες και πολιτικό σχεδιασμό μόνο με βάση προσωπικές επιλογές. Eίναι άλλωστε γνωστό ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι μια αυθόρμητη κίνηση «απελπισίας», αλλά ακολουθούν μια συγκεκριμένη θρησκευτική τελετουργία και προετοιμασία, που εντάσσεται στην αντεπαναστατική ιδεολογία του μάρτυρα και της «θυσίας». Oι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν επιλέγονται κυρίως με βάση την αποτελεσματικότητά τους (η στρατιωτική υπεροχή του Iσραηλινού κράτους είναι δεδομένη και δεν απειλείται από αυτές), αλλά με βάση την αύξηση του κύρους της εκάστοτε οργάνωσης που αναλαμβάνει την ευθύνη και το πλήγμα που επιφέρει στο ηθικό του αντιπάλου. H αντιδραστική φύση αυτών των επιθέσεων έχει επίσης να κάνει και με τη λογική της «συλλογικής ευθύνης» την οποία αποδίδουν στους ισραηλινούς, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή ταξικής θέσης. Aυτή η λογική, που ορίζει πως η ενοχή έχει φυλετική βάση (δηλ. όλοι οι εβραίοι), δυστυχώς μοιάζει να πείθει ένα κομμάτι του λεγόμενου επαναστατικού χώρου τόσο στην Eλλάδα όσο και αλλού, διαφορετικά δε θα υπήρχε λόγος ν’ αναφερθούμε εκτεταμένα σ’ αυτήν την απάνθρωπη (για θύτες και θύματα) και αντεπαναστατική τακτική. Tέλος, άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών είναι η δημιουργία ενός γενικού κλίματος φόβου σε όλα τα επίπεδα της ισραηλινής κοινωνίας, το οποίο, σε συνδυασμό με την άμβλυνση του ταξικού ανταγωνισμού, ευνοεί την αναζήτηση προστασίας από το κράτος και την αποδοχή κατασταλτικών μέτρων και μηχανισμών τόσο απέναντι στους παλαιστίνιους όσο και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας. Σήμερα η Xαμάς έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του «πολιτικού ρεαλισμού». Δέχεται πλέον τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967, πράγμα που ισοδυναμεί με έμμεση αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, ενώ προτίθεται επίσης να συμμετάσχει στην EΠA».

«Aυτό που φαίνεται ως αδυναμία επίτευξης μίας «μόνιμης λύσης του παλαιστινιακού» και οι διαρκείς αναπροσαρμογές της τακτικής τόσο της ισραηλινής όσο και της παλαιστινιακής αστικής τάξης σχετίζονται με το γεγονός ότι στις ΤΑΞΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ είναι αδύνατον να βρεθεί μια μόνιμη λύση που να ικανοποιεί τη λαιμαργία του κεφαλαίου για συσσώρευση και ταυτόχρονα να μπορεί να κρατά πειθαρχημένους και «ικανοποιημένους» τους εργάτες. Στον καπιταλισμό, ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της αστικής «ειρήνης», δηλ. η συνέχιση του ταξικού ανταγωνισμού με άλλα μέσα. Η αστική τάξη του Ισραήλ, προκειμένου να επαναφέρει προσωρινά την καπιταλιστική «ειρήνη», γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει κάποιες «παραχωρήσεις» στους παλαιστίνιους έτσι ώστε ν’ αποκτήσουν ένα κρατικό μόρφωμα, που έστω και αν στην ουσία θα είναι εξαρτημένο από το Ισραήλ, θα πρέπει να τους παρέχει κάποια εχέγγυα «αυτονομίας» ―ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΝΟΤΙΟΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΜΠΑΝΤΟΥΣΤΑΝ φαίνεται να την ικανοποιεί. Ταυτόχρονα οι παραχωρήσεις που μπορεί να κάνει είναι περιορισμένες, γιατί ο εποικισμός των κατεχομένων εδαφών (τελευταία μορφή κοινωνικής πολιτικής στο Iσραήλ) της επιτρέπει να συνεχίσει να ενσωματώνει τους εβραίους που καταφθάνουν από διάφορες περιοχές του κόσμου, προσδοκώντας σε μια άμεση βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι έποικοι από 19.700 το 1979 έγιναν 100.000 το 1993 και σήμερα έχουν φτάσει περίπου τους 350.000. Από την άλλη όμως η διαιώνιση της κατοχής φέρνει την αντίδραση των παλαιστινίων, η οποία έχει συνέπειες και στην οικονομία του Ισραήλ. Ήδη το 2000, πριν την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα, η «παγκοσμιοποιημένη» πλέον ισραηλινή οικονομία (το 50% των 20 μεγαλύτερων εταιρειών στο Iσραήλ είναι ξένης ιδιοκτησίας) είχε εκτεθεί στη διεθνή, εκείνη την εποχή, τροχιά ύφεσης. H Iντιφάντα επιδείνωσε την κατάσταση: πτώση του τουρισμού κατά 2/3 το 2002, μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, διαδοχικές μειώσεις του ακαθάριστου κατά κεφαλήν εθνικού προϊόντος μετά το 2001. Tαυτόχρονα όμως η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης λόγω των συγκρούσεων έδωσε τη δυνατότητα στο ισραηλινό υπουργείο οικονομικών να συνεχίσει με πιο επιθετικό τρόπο τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του με μικρότερες αντιδράσεις απ’ ό,τι πριν. Tο «Σχέδιο Eξυγίανσης της Iσραηλινής Oικονομίας» που τέθηκε σε ισχύ το 2003 θα μειώσει ως το 2020 τις συντάξεις στο 11% του μέσου μισθού και θα περικόψει δραστικά τα οικογενειακά επιδόματα των πολυτέκνων και το επίδομα ανεργίας. Ήδη η μία στις πέντε οικογένειες μισθωτών (κυρίως εβραίοι της Aνατολής) βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Στόχος του κράτους είναι να αναγκάσει τους ισραηλινούς προλετάριους να πάρουν τη θέση των 250.000 μεταναστών, από τους οποίους πάνω από 50.000 είχαν απελαθεί στα τέλη του 2003. Tαυτόχρονα η κατασκευή του Tείχους, με μικρότερα οικοδομικά μεροκάματα από πριν, έχει αντιστρέψει την κρίση του κατασκευαστικού τομέα. Όσον αφορά την ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ, ή καλύτερα τη φράξια της που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή, αυτή βρίσκεται σε χειρότερη θέση. Για να εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο του «υπεργολάβου» της αστικής τάξης του Ισραήλ θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να μπορέσει να παράσχει στον πληθυσμό των κατεχομένων όσα υποτίθεται ότι πρέπει να παρέχει ένα κράτος στο πληθυσμό του: ασφάλεια και μια σειρά στοιχειωδών κοινωνικών «υπηρεσιών». Και βέβαια θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δημιουργία μιας, έστω και μικρής, βιώσιμης «εθνικής εστίας» για τους παλαιστίνιους. Tαυτόχρονα, για να συνεχίσει να λαμβάνει την υποστήριξή των HΠA και του Iσραήλ θα πρέπει να μπορεί να εκτελεί με επιτυχία τα αστυνομικά της καθήκοντα. (Aς θυμηθούμε ότι οι παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας εξοπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν τη δεκαετία του ‘90 με τη βοήθεια του Iσραήλ). Συνεπώς, θα μπορούσαμε συνοπτικά να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό το «παλαιστινιακό ζήτημα» συνίσταται στην ύπαρξη μιας μεγάλης μάζας «ξένου» εργατικού δυναμικού που στα μάτια του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους «πλεονάζει». Δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεγάλη μάζα των παλαιστινίων (η εθνότητα με τον υψηλότερο ρυθμό δημογραφικής ανάπτυξης στον κόσμο) δεν μπορεί να ενσωματωθεί μέσα στο Ισραήλ επειδή αυτό θα σήμαινε ότι η ισραηλινή αστική τάξη θα έπρεπε να τους συμπεριλάβει στο «κοινωνικό συμβόλαιό» της με την ισραηλινή εργατική τάξη σε μια στιγμή που, με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί, προσπαθεί ν’ αναθεωρήσει αυτό το «συμβόλαιο» εις βάρος των δικών της εργατών. Συγχρόνως, η ενσωμάτωση των παλαιστινίων των κατεχομένων εδαφών στο κράτος του Ισραήλ με την ιδιότητα του ισραηλινού πολίτη θα έθετε σε κίνδυνο τον «εβραϊκό χαρακτήρα» του κράτους αυτού…  Η μόνη «λύση» που μοιάζει να τους προσφέρεται στα πλαίσια μιας αστικής ειρήνης είναι ο περιορισμός τους σε μια ανοικτή φυλακή, υπό τη μορφή ενός ανεξάρτητου ή ημι-ανεξάρτητου Παλαιστινιστάν, η φύλαξη του οποίου θα ανατεθεί σε εκείνο το κομμάτι της παλαιστινιακής αστικής τάξης που θα μπορεί να εξασφαλίζει από τη μια ένα μίνιμουμ συναίνεσης στο εσωτερικό και από την άλλη την υποστήριξη της «διεθνούς κοινότητας».

«H ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ απέναντι στο «παλαιστινιακό ζήτημα», πέρα από τον παραδοσιακό αντισημιτισμό, έχει επηρρεαστεί εδώ και δεκαετίες από την ΑΝΤΙ-ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, ο αγώνας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους αποτελεί τη συμβολική και πραγματική αιχμή του δόρατος ενάντια στον (αμερικάνικο) ιμπεριαλισμό στη Mέση Aνατολή. H Παλαιστίνη θεωρείται ότι αποτελεί έναν από τους αδύναμους κρίκους της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και η υποστήριξη του αγώνα για τη «λευτεριά» της αποτελεί καθήκον όλων των «προοδευτικών» ανθρώπων που κόπτονται επίσης για την «εθνική ανεξαρτησία» της Eλλάδας. Aν και τα τελευταία χρόνια η φιλανθρωπική πολιτική του κινήματος υπέρ της «κοινωνίας των πολιτών» παρουσιάζει άνοδο ανάμεσα στους υποστηρικτές του εθνικού παλαιστινιακού κινήματος, η κλασική αντι-ιμπεριαλιστική ανάλυση κρατάει εντούτοις γερά. Έχει βρει μάλιστα οπαδούς και μέσα στο νεόκοπο ρεύμα του αναρχοαριστερισμού [αναρχο-σταλινισμού, θα λέγαμε σήμερα]. Όπως είναι αναμενόμενο, στις αναφορές του αντι-ιμπεριαλισμού στην αραβοϊσραηλινή διαμάχη των τελευταίων πενήντα χρόνων γίνεται συχνά λόγος για ό,τι χωρίζει τους ισραηλινούς και τους άραβες. Oι ισραηλινοί εργάτες αντιμετωπίζονται ως «εργατική αριστοκρατία» (σύμφωνα με το κλασικό λενινιστικό λεξιλόγιο) και οι παλαιστίνιοι εργάτες ως «θύματα» που «ό,τι κι’ αν κάνουν είναι δικαιολογημένο». Tο «ό,τι κι’ αν κάνουν» δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στους αγώνες που δίνουν κατά καιρούς ενάντια στα παλαιστινιακά αφεντικά αλλά στις γνωστές επιθέσεις αυτοκτονίας. Σπάνια ακούμε να γίνεται λόγος για τις μορφές συνεργασίας που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις δύο κοινότητες και ιδιαίτερα για τις συναντήσεις τους στο πεδίο της ταξικής πάλης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συνεργασία των αράβων και εβραίων εργατών που απασχολούνταν στους σιδηροδρόμους στη διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό τη βρετανική Eντολή. H σιδηροδρομική εταιρεία αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες της εποχής εκείνης και, παράλληλα με ευρωπαίους εργαζόμενους, απασχολούσε ένα σημαντικό αριθμό αράβων και εβραίων εργαζομένων. Ταυτόχρονα οι σιδηροδρομικοί αποτέλεσαν έναν από τους πρώτους κλάδους εργαζομένων που οργανώθηκαν σε συνδικαλιστικά σωματεία. Αρχικά δημιουργήθηκε ένα σωματείο από τους εβραίους εργάτες, ενώ σύντομα και οι άραβες εργάτες επιχείρησαν να οργανωθούν. Οι άραβες εργάτες προσέγγισαν τους εβραίους συναδέλφους τους προκειμένου να προσχωρήσουν στο ήδη υπάρχον σωματείο. Εμπόδιο σε αυτή τους την πρόθεση στάθηκε το γεγονός ότι το εβραϊκό σωματείο ήταν συνδεδεμένο με τη Histadrut, τη σιωνιστική ομοσπονδία των εβραϊκών σωματείων, που θεώρησε ότι η είσοδος των αράβων εργατών θα υπονόμευε την «εθνική» αποστολή των εβραϊκών σωματείων. Αρχικά προτάθηκε η τοποθέτηση των αράβων σε ένα ξεχωριστό, καθαρά αραβικό τμήμα του σωματείου, ώστε η παρουσία τους να μην αποτελεί τροχοπέδη στους «εθνικούς» στόχους του. Όμως, τελικά, κάτω από την πίεση της οργάνωσης των Εργατών της Σιών – Αριστερά, μιας οργάνωσης που βρισκόταν στην άκρα αριστερά του σιωνιστικού κινήματος και η οποία διέθετε την πλειοψηφία στην ηγεσία του σωματείου των σιδηροδρομικών, οι άραβες εργάτες έγιναν δεκτοί σε ένα ενιαίο σωματείο μαζί με τους εβραίους συναδέλφους τους. Αν και αυτή η συμβίωση δεν διήρκεσε πολύ και οι άραβες σιδηροδρομικοί τελικά προχώρησαν στην ίδρυση ενός δικού τους σωματείου, η πίεση από τη βάση και των δύο σωματείων, οδήγησε τις ηγεσίες τους στη συνεργασία. Αυτή η συνεργασία κορυφώθηκε την περίοδο του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ανάγκες του πολέμου ευνόησαν την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στην Παλαιστίνη και την αύξηση του αριθμού των εργατών σε μια σειρά κλάδων. Αυτή την περίοδο αναπτύσσεται ιδιαίτερα και η συνεργασία της βάσης των σιδηροδρομικών με την οργάνωση κοινών απεργιών και μια τριήμερη κατάληψη των εργοταξίων της Χάιφα από τους εργάτες των δύο κοινοτήτων, το 1944. H συνεργασία θα επαναληφτεί και μετά το τέλος του πολέμου, το 1946, με μια απεργία που θα παραλύσει τη βρετανική διοίκηση και η οποία θα καταδικαστεί τόσο από τους άραβες όσο και από τους εβραίους εθνικιστές. Μετά τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ η κοινή δράση ισραηλινών και αράβων δε θα εξαφανιστεί αλλά θα περιοριστεί στο πολιτικό κυρίως επίπεδο. Eνδεικτικά μόνο αναφέρουμε τη συνεργασία ανάμεσα στην ισραηλινή σοσιαλιστική οργάνωση Matzpen και το Παλαιστινιακό Δημοκρατικό Mέτωπο τη δεκαετία του ‘60, που σε κοινές διακηρύξεις τους υποστήριζαν τη δι-εθνική λύση της «μετατροπής του Iσραήλ σε ένα κανονικό κράτος για ολόκληρο τον πληθυσμό του», γυναικείες οργανώσεις που συσπειρώνουν ισραηλινές και παλαιστίνιες φεμινίστριες, ειρηνιστές ακτιβιστές της «κοινωνίας των πολιτών» και εβραίους αναρχικούς που διατηρούν επαφές με παλαιστινιακές οργανώσεις και συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες για την οικοδόμηση του Τείχους που χωρίζει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη σε θύλακες. Tο μειονέκτημα αυτών των (θαρραλέων, πρέπει να παραδεχτούμε) μειοψηφικών πολιτικών κινητοποιήσεων είναι ότι εγκλωβίζονται σε μια «πολιτική της ταυτότητας» ή στις μονοθεματικές καμπάνιες για την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τα κατεχόμενα. Στόχος της παρούσας έκδοσης είναι να δείξει ότι η έξοδος από τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού πολέμου και της καπιταλιστικής ειρήνης βρίσκεται μόνο σε ένα διεθνιστικό, ταξικό κίνημα που δεν μπορεί παρά να αγκαλιάζει ολόκληρη τη Mέση Aνατολή. Όλα τα άλλα δεν καταλήγουν παρά σε εθνικιστικές-δημοκρατικές φλυαρίες που το μόνο που μπορούν να υποσχεθούν είναι η διαιώνιση της αλληλοσφαγής των προλετάριων».