Η εθνικιστική σκιά του Λένιν και η «παιδική ασθένεια» του προλεταριακού διεθνισμού

 

Κάθε φορά που ξεσπά ένας πόλεμος αποκαλύπτεται η διανοητική γύμνια του συναισθηματικού ηθικισμού και του χυδαίου σοσιαλίζοντος τακτικισμού που, εμπρός στην αλληλοσφαγή των προλετάριων χάριν της ενδυνάμωσης της μίας ή της άλλης αστικής τάξης, βλέπουν απλά «καταπιεστές» και «καταπιεσμένους» λαούς, «δίκαια» αιτήματα αυτοδιάθεσης και «αντιδραστικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα». Στην πραγματικότητα, ο «αγώνας για ελευθερία και δικαιοσύνη» δεν είναι σ’ αυτό το προαποφασισμένο πολιτικό πλαίσιο παρά το σύνθημα του προλεταριακού αλληλοσπαραγμού και της ταξικής ειρήνης.

Αλλά αυτές οι λογικές έχουν βαθιές ρίζες στην ιστορία της κομμουνιστικής (ή ακόμα και της αναρχικής) σκέψης. Και παρότι πράγματι μπορούμε να βρούμε στοιχεία στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς που συνάδουν με μια εθνική-κρατική οπτική, το κύριο σημείο αναφοράς για τη δήθεν διεθνιστική (αναρχο-)αριστερά στην Ελλάδα σήμερα είναι οι θέσεις του διαπρεπέστερου μαθητή του Κάουτσκυ, του Λένιν.

Ας δούμε λοιπόν τι σήμαινε «διεθνισμός» για τον Λένιν στο «Δικαίωμα των Εθνών για την Αυτοδιάθεσή τους» (1914):

«Για να είναι κανείς σοσιαλδημοκράτης διεθνιστής δεν πρέπει να σκέφτεται μονάχα το έθνος του· πρέπει να βάζει πάνω απ’ αυτό τα συμφέροντα όλων μαζί, τη γενική τους ελευθερία και την ισότητα των δικαιωμάτων τους.»

«[Ο σοσιαλδημοκράτης ενός μικρού έθνους] μπορεί, χωρίς να παραβεί τις υποχρεώσεις του ως διεθνιστή, να είναι οπαδός της πολιτικής ανεξαρτησίας του έθνους του και συγχρόνως, της ενσωμάτωσης με το γειτονικό έθνος Χ, Ψ, Ω.»

Μπορείς να είσαι δηλαδή και εθνικιστής και διεθνιστής! Αυτός είναι ο υποτιθέμενος «διεθνισμός» του λενινισμού. Εκεί όμως που αρχίζουν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των εθνών, τελειώνουν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των τάξεων.

Για τον Λένιν, η εργατική τάξη της μιας ή της άλλης χώρας πρέπει να κινητοποιείται για τους εθνικούς σκοπούς του τάδε ή του δείνα «καταπιεσμένου» έθνους, μεταξύ άλλων (αν όχι κυρίως), για λόγους σοσιαλιστικής τακτικής:

«[…] το προλεταριάτο θα υποστηρίξει με ιδιαίτερη δραστηριότητα –σήμερα– την εξέγερση των προσαρτημένων περιοχών, για να χτυπήσει –σήμερα ή αύριο– τη μπουρζουαζία της “μεγάλης” δυνάμεως που θα ‘χει εξασθενίσει από αυτό το ξεσήκωμα.»

Αυτός ο αισχρός τακτικισμός του Λένιν προοικονομούσε και τη στάση του στο πεδίο των διεθνών σχέσεων της μπολσεβίκικης Ρωσίας, όπως στο παράδειγμα του ξεπουλήματος των τούρκων κομμουνιστών από μέρους των μπολσεβίκων, για χάρη της υπεράσπισης του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ.

Αναρωτιόμαστε βέβαια εμείς, εν είδει παρέκβασης, για να φέρουμε λίγο τα πράγματα στο σήμερα: στο υποθετικό σενάριο ότι είχε κάποια επαναστατική βάση η τακτικίστικη επιχειρηματολογία του Λένιν στην εποχή του, θα μπορούσε να έχει σήμερα την ελάχιστη επαναστατική βάση η πεποίθηση ότι η όποια νίκη της Χαμάς θα ασκούσε έστω και κάποια θετική επίδραση προς τον στόχο του  «σοσιαλισμού», όπως έστω τον εννοούσε ας πούμε ο Λένιν;

Τέλος πάντων. Συνεχίζουμε.

Οι προαναφερόμενες θέσεις του Λένιν που εκφράζονταν την εποχή της Δεύτερης Διεθνούς και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, προέκυψαν –όπως λέει ο ίδιος–

ως ανάγκη για απάντηση στις αντι-εθνικιστικές ταξικές θέσεις άλλων «ολλανδών και πολωνών μαρξιστών» – χαρακτηριστική είναι εδώ η εμβληματική αντι-εθνικιστική περίπτωση της πολωνικής καταγωγής Ρόζας Λούξεμπουργκ. Και ήταν κάποιες συγκεκριμένες διατυπώσεις της που κινητοποίησαν τον Λένιν να γράψει αυτήν την μπροσουρίτσα του. Από αυτές τις διατυπώσεις ο ίδιος έβγαζε το συμπέρασμα ότι οι «πολωνοί σύντροφοι» (δηλαδή η Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της) αντιφάσκουν και εκφράζουν «προσαρτιστικές» θέσεις, δηλαδή απόψεις που είναι υποτίθεται υπέρ της προσάρτησης ενός «καταπιεζόμενου» έθνους σε ένα «καταπιέζον ιμπεριαλιστικό». Πρόκειται συγκεκριμένα για θέσεις των «πολωνών συντρόφων» σαν κι αυτές παρακάτω (που είχε τουλάχιστον την εντιμότητα να παραθέσει ο ίδιος ο Λένιν στο βιβλίο του):

«Η αφετηρία της πάλης της σοσιαλδημοκρατίας ενάντια στις προσαρτήσεις, ενάντια στη βίαιη διατήρηση των υπόδουλων εθνών μέσα στα σύνορα του Κράτους που τα προσαρτά — αυτή η αφετηρία συνίσταται στην άρνηση κάθε υπεράσπισης της πατρίδας, που στον ιμπεριαλιστικό αιώνα είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος της μπουρζουαζίας της χώρας να υποδουλώνει και να ληστεύει τους άλλους λαούς

Δυστυχώς, η άποψη της Λούξεμπουργκ παραμένει σήμερα πολύ πιο περιθωριακή από ότι ήταν στην εποχή της. Λίγοι σήμερα θέτουν το ζήτημα από αυτήν την προλεταριακή σκοπιά· στην περίπτωση της Παλαιστίνης ας πούμε· ή της Ουκρανίας επίσης.

Όταν τώρα ο Λένιν κάνει αναφορά –δευτερευόντως και βιαστικά– στους «ολλανδούς μαρξιστές», εννοεί κυρίως τους αριστερούς κομμουνιστές Γκόρτερ και Πάνεκουκ. Ας δούμε τώρα εμείς, για να ακονίσουμε λίγο τη μνήμη μας ως εργατική τάξη, τι είχε να πει ο δεύτερος το 1912 στο κείμενο του «Ταξική Πάλη και Έθνος», με την προγνωστική σιγουριά που χαρακτήριζε την εποχή και μια διακριτή δόση αισιοδοξίας για το ζήτημα του ξεπεράσματος του εθνικισμού, που μάλλον ξενίζει σήμερα καθώς εξελίσσεται εκ νέου θύελλα ταξικής σφαγής στο Ισραήλ/Παλαιστίνη:

«[…] ο εθνικισμός όχι απλώς είναι ένα περαστικό επεισόδιο για το προλεταριάτο, αλλά ακόμη αποτελεί –όπως κάθε αστική ιδεολογία– ένα εμπόδιο για την ταξική πάλη, του οποίου οι επιβλαβείς επιρροές πρέπει να εξαλειφθούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Η εξάλειψη του είναι μέρος της ίδιας της πορείας του χρόνου. Τα εθνικιστικά συνθήματα και στόχοι αποσπούν τους/ις εργάτ(ρι)ες από τους ειδικά προλεταριακούς τους στόχους. Διαιρούν τους/ις εργάτ(ρι)ες των διαφορετικών εθνών· προκαλούν την αναμεταξύ τους εχθρότητα και έτσι διαλύουν την αναγκαία ενότητα του προλεταριάτου. Φέρνουν τους εργάτες και τ’ αφεντικά δίπλα δίπλα σε ένα κοινό μέτωπο, θολώνοντας έτσι την ταξική συνείδηση και μετατρέποντας τους πρώτους σε εκτελεστές της πολιτικής των αστών. Οι εθνικοί αγώνες αποτρέπουν τις διεκδικήσεις για κοινωνικά ζητήματα και για τα προλεταριακά συμφέροντα στο πεδίο της πολιτικής και καταδικάζουν σε στειρότητα αυτά τα σημαντικά μέσα αγώνα του προλεταριάτου. Όλα αυτά ενισχύονται από τη σοσιαλιστική προπαγάνδα όταν η τελευταία παρουσιάζει τα εθνικιστικά συνθήματα στους εργάτες ως έγκυρα, αγνοώντας τον συγκεκριμένο στόχο του προλεταριακού αγώνα, καθώς και όταν χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εθνικισμού για την περιγραφή των σοσιαλιστικών στόχων. Είναι αναγκαίο, το ταξικό αίσθημα και η ταξική πάλη να είναι βαθιά ριζωμένα στους εργάτες· τότε θα μπορούν σταδιακά να αντιληφθούν τη  μη-ρεαλιστικότητα και τη ματαιότητα των εθνικιστικών συνθημάτων για την τάξη τους.» (η μετάφραση δική μας, από εδώ, Κεφ. III, Socialist Tactics: Nationalist Demands)

Και συνεχίζει, φέρνοντας το παράδειγμα του αιτήματος για την ανεξαρτησία της Πολωνίας (το οποίο λανθασμένα βέβαια θεωρούσε μη-πραγματοποιήσιμο) — ενός «καταπιεσμένου» θα έλεγε κανείς τότε έθνους με τους όρους της Δεύτερης Διεθνούς:

«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το έθνος-κράτος ως αυτοσκοπός, όπως στην περίπτωση της αποκατάστασης ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους στην Πολωνία, δεν έχει θέση στο σοσιαλιστική προπαγάνδα. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ένα εθνικό κράτος υπό τον έλεγχο του προλεταριάτου δεν αφορά τους σκοπούς της σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Αλλά, επειδή τα εθνικιστικά αιτήματα αυτού του είδους οδηγούν το μίσος για την εκμετάλλευση και την καταπίεση να πάρει εύκολα τη μορφή εθνικιστικού μίσους κατά των ξένων καταπιεστών, όπως στην περίπτωση της κυριαρχικής δύναμης που ασκεί η Ρωσία, η οποία προστατεύει τους Πολωνούς καπιταλιστές, και είναι επιζήμια για την απόκτηση μιας διαυγούς ταξικής συνείδησης. […] Ο αγώνας του πολωνικού προλεταριάτου ενάντια στην πολιτική εξουσία κάτω από την οποία πραγματικά υποφέρει –τη ρωσική, πρωσική ή αυστριακή κυβέρνηση, ανάλογα με την περίπτωση– είναι καταδικασμένος σε στειρότητα αν πάρει τη μορφή εθνικιστικού αγώνα· μόνο ως ταξικός αγώνας θα επιτύχει το στόχο του. Ο μόνος στόχος που μπορεί να επιτευχθεί και που για το λόγο αυτό επιβάλλεται ως τέτοιος είναι αυτός της κατάκτησης, σε συνεργασία με τους άλλους εργάτες αυτών των κρατών, της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας και του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του σοσιαλισμού ο στόχος μιας ανεξάρτητης Πολωνίας δεν έχει πλέον νόημα, αφού σε αυτή την περίπτωση τίποτα δεν θα εμπόδιζε όλους τους πολωνόφωνους να είναι ελεύθεροι να ενωθούν σε μια διοικητική μονάδα.»

Όπως καταλαβαίνουμε, ακόμα και σε αυτή την (παλιά) σύλληψη του σοσιαλισμού/κομμουνισμού –όπου η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τους εργάτες ήταν το κυρίαρχο ζήτημα, αντί της κατάργησης του κράτους, του μισθού και του χρήματος και της μεταστροφής-επανοικειοποίησης των μέσων παραγωγής για χάρη των αναγκών της αταξικής κοινωνίας– η καθαρόαιμη διεθνιστική προλεταριακή λογική είχε χώρο να ανθίσει. Σήμερα τι κάνουμε… Ποια είναι εκείνη η ταξική σύνθεση που θα μπορούσε να αποτελέσει την υλική βάση για έναν κοινό αγώνα εβραίων και αράβων προλετάριων ενάντια στο κράτος του Ισραήλ και την Χαμάς, η οποία είναι κράτος εν κράτει;

Προς το παρόν περιοριζόμαστε να δείξουμε από πού βαστάει η σκούφια όσων φωνάζουν το σύνθημα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» και από που βαστάει η δικιά μας.