Tι θα έλεγε ο μακαρίτης ο Ντεμπόρ σήμερα σχετικά με την κρατική τρομοεκστρατεία υποχρεωτικού εμβολιασμού και την αναρχο-αριστερή απάτη του ψευδο-αντιπολιτευτικού «προτάγματος» του «μαζικού, καθολικού εμβολιασμού»;
Θα έλεγε μήπως ότι στερούν σήμερα από την ιατρική το δικαίωμα να προστατεύει την υγεία του πληθυσμού απ’ το παθογόνο περιβάλλον, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να εναντιώνεται στο κράτος ή στη φαρμακοβιομηχανία;
Θα έλεγε μήπως ότι η επίσημη επιστήμη καταντάει να κατευθύνεται απ’ την τύχη -πέρα από το κέρδος- και ότι, όπως και το υπόλοιπο κοινωνικό θέαμα, πίσω από μια εμφάνιση υλικά εκσυγχρονισμένη κι εμπλουτισμένη, δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επαναλαμβάνει τις παμπάλαιες τεχνικές των αυτοσχέδιων θιάσων στα πανηγύρια – μετονομάζοντας τους νέους ταχυδακτυλουργούς, κράχτες, κλακαδόρους σε «ειδικούς»;
Θα έλεγε μήπως ότι το γιγαντιαίο δέντρο της επιστημονικής γνώσης (που τα κλαδιά του ήταν πάντα η αμφιβολία, ο έλεγχος του πειράματος, η συνεχής αναζήτηση της αλήθειας) έχει σήμερα καταρριφθεί από τη θεαματική κυριαρχία με μοναδικό σκοπό να πελεκηθεί μια αστυνομική ράβδος, επισημαίνοντας ότι η λογοκρισία, η απαξίωση, ο εξευτελισμός και η λοιδορία κάθε διαφορετικής άποψης και ένστασης ως ανορθολογικής/συνωμοσιολογικής έχει φτάσει μέχρι και την ποινική δίωξη «αιρετικών» γιατρών;
Θα έλεγε μήπως ότι η ρήση «τελικά, είναι προτιμότερες οι ψεύτικες ελπίδες απ’ το να μην υπάρχουν καθόλου» θυμίζει έντονα το μάντρα «τα οφέλη είναι μεγαλύτερα από τις ζημίες» που παπαγαλίζουν οι μοντέρνοι μάγοι και κομπογιαννίτες, οι πλασιέ των φαρμακοβιομηχανιών και τα πάσης φύσεως φερέφωνα των κρατικών εντολών;
Θα έλεγε μήπως ότι ζητάνε από την επιστήμη να δικαιολογεί πάραυτα ό,τι γίνεται;
Ναι, αυτά θα (ξανα)έλεγε και θα τραβούσε πάνω του τα βέλη των φονταμενταλιστών του καθολικού εμβολιασμού, όπως τα τραβάνε σήμερα ο Φουκώ, ο Αγκάμπεν, ο Ίλιτς…
Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος (1988)
Θέση 14
“Ακούμε να λένε ότι η επιστήμη έχει πια υποταχθεί στις επιταγές του οικονομικού κέρδους∙ αυτό ίσχυε πάντα. Εκείνο που είναι καινούργιο, είναι ότι η οικονομία
κατέληξε να πολεμάει ανοιχτά τους ανθρώπους∙ όχι πια μονάχα τις δυνατότητές τους για ζωή, αλλά κι αυτές ακόμη τις δυνατότητες επιβίωσής τους. Εντούτοις η επιστημονική σκέψη διάλεξε, σε αντίθεση μ’ ένα μεγάλο μέρος του ίδιου του παρελθόντος της εναντίον της δουλείας, να υπηρετήσει τη θεαματική κυριαρχία. Η επιστήμη, πριν φθάσει σ’ αυτό το σημείο, κατείχε μια σχετική αυτονομία. Επομένως ήξερε να σκεφθεί πάνω στο μερίδιο πραγματικότητας που της αναλογούσε, και μ’ αυτό τον τρόπο μπόρεσε να συμβάλλει ανεκτίμητα στην αύξηση των μέσων της οικονομίας. Όταν η πανίσχυρη οικονομία τρελάθηκε, κι οι θεαματικοί καιροί δεν είναι τίποτ’ άλλο από τρελοί, κατάργησε τα τελευταία ίχνη επιστημονικής αυτονομίας, αξεχώριστα στο μεθοδολογικό πεδίο και στο πεδίο των πρακτικών συνθηκών της δραστηριότητας των «ερευνητών». Δε ζητάνε πια απ’ την επιστήμη να κατανοήσει τον κόσμο, ή να βελτιώσει οτιδήποτε. Της ζητάνε να δικαιολογεί πάραυτα ό,τι γίνεται. Εξίσου ανόητη σ’ αυτόν τον τομέα όπως και σ’ όλους τους άλλους, που εκμεταλλεύεται με την πιο ολέθρια απερισκεψία, η θεαματική κυριαρχία κατέρριψε το γιγαντιαίο δέντρο της επιστημονικής γνώσης με μοναδικό σκοπό να πελεκήσει μια αστυνομική ράβδο. Για να υπακούσει σ’ αυτή την έσχατη κοινωνική επιταγή σχετικά με μια κατάφωρα αδύνατη δικαιολόγηση, είναι προτιμότερο να μην ξέρει πια και πολύ να σκεφθεί, αλλ’ αντίθετα να είναι καλά εξασκημένη στα τεχνάσματα του θεαματικού λόγου. Και όντως η εκπορνευμένη επιστήμη τούτων των αξιοκαταφρόνητων καιρών ανακάλυψε σ’ αυτή την καριέρα, ελαφρά τη καρδία και με μεγάλη προθυμία, την πιο πρόσφατη εξειδίκευσή της.
Η επιστήμη της απατηλής δικαιολόγησης εμφανίστηκε όπως ήταν φυσικό με τα πρώτα συμπτώματα παρακμής της αστικής κοινωνίας, μαζί με τον καρκινικό πολλαπλασιασμό των λεγόμενων «ανθρωπιστικών» ψευδοεπιστημών. Αλλά η σύγχρονη ιατρική, λογουχάρη, μπορούσε, κάποτε, να παρουσιάζεται, σαν χρήσιμη, κι εκείνοι που νίκησαν την ευλογιά ή τη λέπρα ήταν διαφορετικοί απ’ αυτούς που έχουν συνθηκολογήσει μικρόψυχα με τις πυρηνικές ακτινοβολίες ή τη χημεία των τροφίμων και της αγροτικής παραγωγής. Γρήγορα διαπιστώνει κανείς ότι η ιατρική σήμερα δεν έχει, πια, ασφαλώς, το δικαίωμα να προστατεύει την υγεία του πληθυσμού απ’ το παθογόνο περιβάλλον, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να εναντιώνεται στο Κράτος, ή έστω στη φαρμακοβιομηχανία. Αλλά το γεγονός ότι είναι αναγκασμένη να σιωπά δεν είναι το μόνο που μαρτυράει την κατάντια της τωρινής επιστημονικής δραστηριότητας. Είναι επίσης, πολύ συχνά, τα όσα έχει την αφέλεια να ομολογεί. Οι καθηγητές Even και Andrieu, του νοσοκομείου Laennec, ανακοινώνοντας το Νοέμβριο του 1985, μετά από πειράματα οχτώ ημερών σε τέσσερις ασθενείς , ότι είχαν ανακαλύψει ένα αποτελεσματικό φάρμακο κατά του A.I.D.S., δημιούργησαν δυο μέρες αργότερα, κι ενώ οι ασθενείς είχαν πεθάνει, μερικές επιφυλάξεις σε πολλούς γιατρούς, που είχαν σημειώσει μικρότερη πρόοδο ή μπορεί και να ζήλευαν, σχετικά με το βεβιασμένο τρόπο με τον οποίο έσπευσαν να κατοχυρώσουν κάτι που δεν ήταν παρά απατηλή φαινομενικότητα θριάμβου, λίγες ώρες πριν καταρρεύσει. Κι οι καθηγητές απολογήθηκαν ατάραχοι με τον ισχυρισμό ότι «τελικά, είναι προτιμότερες οι ψεύτικες ελπίδες απ’ το να μην υπάρχουν καθόλου». Ήταν δε τόσο αδαείς ώστε δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτό το επιχείρημα, από μόνο του, ήταν η ολοκληρωτική άρνηση του επιστημονικού πνεύματος κι ότι ιστορικά είχε χρησιμεύσει πάντοτε να συγκαλύπτει τις προσοδοφόρες φαντασιοκοπίες των μάγων και των κομπογιαννιτών, σε εποχές που δεν τους εμπιστεύονταν τη διεύθυνση των νοσοκομείων.
Όταν η επίσημη επιστήμη καταντάει να κατευθύνεται απ’ την τύχη, όπως και το υπόλοιπο κοινωνικό θέαμα το οποίο, πίσω από μια εμφάνιση υλικά εκσυγχρονισμένη κι εμπλουτισμένη, δεν έκανε άλλο απ’ το να επαναλάβει τις παμπάλαιες τεχνικές των αυτοσχέδιων θιάσων στα πανηγύρια -ταχυδακτυλουργοί, κράχτες, κλακαδόροι-, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, παράλληλα, ξαναποκτούν μεγάλο κύρος, λίγο-πολύ παντού, οι μάγοι κι οι θρησκευτικές αιρέσεις, το ζεν συσκευασμένο υπό κενό ή η θεολογία των Μορμόνων. Η άγνοια, που τόσο πολύ εξυπηρέτησε τις κατεστημένες εξουσίες, επιπλέον αποτέλεσε πάντοτε αντικείμενο εκμετάλλευσης πανούργων επιχειρήσεων στο περιθώριο των νόμων.”