Αναδημοσιεύουμε τις πρώτες σημειώσεις απολογισμού σχετικά με το κίνημα των ανεσταλμένων υγειονομικών από τη νεοεκδοθείσα μπροσούρα “Κριτική του διαχωρισμού 2/Η συμβολή του ρευστού νεοφιλελεύθερου απαρτχάιντ στην αναδιάρθρωση-διάλυση του ΕΣΥ και οι κοινωνικές-ταξικές αντιστάσεις”. Την Πέμπτη 7/7/2022, 39 υγειονομικοί σε αναστολή που συμμετείχαν σε διαμαρτυρία έξω από το σπίτι του πρωθυπουργού στον Λυκαβηττό, συνελήφθησαν από την αστυνομία, αφού πρώτα οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα με την κατηγορία της απείθειας και της παρακώλυσης συγκοινωνιών.
Πρώτες σημειώσεις απολογισμού σχετικά με το κίνημα των ανεσταλμένων υγειονομικών
Έχοντας ξεπεράσει πια τα δύο χρόνια από την έναρξη της πανδημίας και της πειθαρχικής της διαχείρισης από το καπιταλιστικό κράτος, είναι πλέον φανερό πως σε καμία περίπτωση το προλεταριάτο δεν μπόρεσε να αντιστρέψει τους όρους αυτής της διαχείρισης και να χρησιμοποιήσει την πανδημία ως όπλο για την κάλυψη των πολύπλευρων αναγκών του. Στον βαθμό που υπήρξαν, οι διεκδικήσεις για την αύξηση των κοινωνικών αναπαραγωγικών δαπανών για την υγεία, παρέμειναν μερικές, στενά κλαδικές και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησαν τον κυρίαρχο ρόλο της τεχνοεπιστήμης στην επερχόμενη αναδιάρθρωση του ΕΣΥ.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η πίστη και η υποταγή στην αλλοτριωμένη γνώση των ειδικών ήταν δεδομένη, ενώ οι ελάχιστοι χρήστες υπηρεσιών υγείας που ενεπλάκησαν στις κινητοποιήσεις των υγειονομικών κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο λοκντάουν το έκαναν ως απλά αλληλέγγυοι, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν προοπτικές δημιουργίας κοινών συνελεύσεων υγειονομικών και χρηστών υπηρεσιών υγείας που θα μπορούσαν τόσο να αντιστρέψουν τη συμπίεση των δαπανών για την υγεία όσο και να ορίσουν με έναν συνολικά διαφορετικό τρόπο το περιεχόμενό της. Αντίθετα, το κράτος, με όπλο τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατάφερε να εδραιώσει τη διαίρεσή μας σε «κοινωνικά υπεύθυνους ορθολογικούς πολίτες» και σε «ατομικιστές ανορθολογικούς αρνητές της επιστήμης», μια διαίρεση η οποία ήδη μεθοδευόταν από τα πρώτα δύο λοκντάουν.
Το να επαναλάβουμε για άλλη μια φορά ότι είναι απαραίτητες οι κοινές συνελεύσεις υγειονομικών και χρηστών υπηρεσιών υγείας, όσο και αν είναι αλήθεια, αποτελεί πια μια κοινοτοπία. Η χρήση ενός τέτοιου σχήματος έχει γίνει καραμέλα εν είδει ευχολογίου στο στόμα ακόμα και των πιο φανατικών υποστηρικτών του εμβολιαστικού προγράμματος εθνικής ενότητας, που έστειλε τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς στο σπίτι τους. Όσο και να προσπαθούν, όμως, να θολώσουν τα νερά μέσω του όψιμου ενδιαφέροντός τους για το ΕΣΥ, το (εμβολιασμένο) πτώμα που έχουν στο στόμα τους ζέχνει από χιλιόμετρα. Θα ήταν, λοιπόν, χρησιμότερο για μας να εξετάσουμε το κατά πόσο υπήρξε (ή υπάρχει) το πεδίο ανάδυσης κοινών συνελεύσεων υγειονομικών-χρηστών υπηρεσιών υγείας μέσα στους πραγματικούς και αντιφατικούς κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα και αφορούσαν στην ενίσχυση του ΕΣΥ (βλ. έμμεσος μισθός), με αιχμή την εναντίωση στην αναστολή εργασίας με στέρηση μισθού και κοινωνικής ασφάλισης μερικών χιλιάδων υγειονομικών και εργαζομένων στη βιομηχανία της υγείας. Γι’ αυτό θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική κριτική ανασκόπηση του αγώνα των ανεσταλμένων υγειονομικών όπως αυτός εξελίχθηκε ως τώρα, τουλάχιστον στην Αθήνα.[1] Έχουμε και τη δυνατότητα και την ανάγκη να κάνουμε αυτήν την ανασκόπηση, αφού αποτελούμε ενεργό κομμάτι των αγώνων ενάντια στην κρατική διαχείριση της πανδημίας από την έναρξή της, συμμετέχοντας με τον δικό μας λόγο στις αρχικά άμαζες κινητοποιήσεις των υγειονομικών έξω από τα νοσοκομεία κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν (Απρίλιος 2020), στις λίγο μαζικότερες κατά τη διάρκεια του δεύτερου λοκντάουν (Μάρτιος-Απρίλιος 2021) και εν συνεχεία παρακολουθώντας στενά και παρεμβαίνοντας στο κίνημα των ανεσταλμένων υγειονομικών. Με άλλα λόγια, από τον Σεπτέμβρη και μετά, μιλήσαμε, μοιράσαμε προκηρύξεις και άλλο υλικό, καλέσαμε σε εκδηλώσεις και πορείες μας ανεσταλμένους υγειονομικούς, πήγαμε σε δικές τους πορείες και δράσεις, διαφωνήσαμε ή ακόμα και συγκρουστήκαμε μαζί τους.
Η εφαρμογή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στις αρχές του Σεπτέμβρη βρήκε τις κινητοποιήσεις των συνδικαλιστών υγειονομικών πλήρως απομαζικοποιημένες. Παρόλο που οι αναστολές εργασίας των ανεμβολίαστων εργαζόμενων στην πρόνοια και τις κάθε είδους δομές υγείας δημόσιες και ιδιωτικές είχαν ήδη ανακοινωθεί από τις 23 Ιουλίου του 2021 με ορίζοντα την 16η Αυγούστου και 1η Σεπτέμβρη αντίστοιχα, οι κινητοποιήσεις σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ήταν ανύπαρκτες και βυθισμένες στην… καλοκαιρινή ραστώνη. Το πρώτο συλλαλητήριο στην Αθήνα είχε ελάχιστη συμμετοχή και πραγματοποιείται μόλις μια βδομάδα πριν την εφαρμογή του νόμου των αναστολών εργασίας. Ταυτόχρονα, η υποτιθέμενη κλιμάκωση των κινητοποιήσεων περιλαμβάνει μονάχα μια πεντάωρη στάση εργασίας την επομένη της ημέρας έναρξης εφαρμογής του νόμου, ενώ οι συγκεντρώσεις στις πύλες των νοσοκομείων πλαισιώνονται από ελάχιστους εργαζομένους που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι ανεμβολίαστοι. Ακόμα και η απόφαση για μη κατάθεση των πιστοποιητικών εμβολιασμού, παρά τις πύρινες ανακοινώσεις των επαγγελματιών αγωνιστών της ΠΟΕΔΗΝ και της ΟΕΝΓΕ, αποδείχτηκε ένα επικοινωνιακό τρικ για να μπορούν να μας τρίβουν μετά στα μούτρα πως τάχα αντιστάθηκαν στις αναστολές εργασίας των συναδέλφων τους. Η όλη εκστρατεία ήταν μούφα, αφού δεν υπήρξε πραγματική ενημέρωση και οργάνωση των εργαζομένων ώστε να μην καταθέσουν συλλογικά τα πιστοποιητικά κι ενώ ήταν ήδη γνωστό ότι οι διοικήσεις των νοσοκομείων κατείχαν τα στοιχεία των εμβολιασμένων και τελικά θα έβγαζαν σε αναστολή μόνο το ανεμβολίαστο προσωπικό[2]. Ενδεικτικές για την κατανόηση του μεγέθους της απάτης αυτής ήταν οι ανακοινώσεις των συνδικαλιστικών οργάνων των υγειονομικών οι οποίες παρέμεναν εμποτισμένες με τη χαρακτηριστική διγλωσσία της τρέχουσας περιόδου που περιλάμβανε τάχα την «εναντίωση στον υποχρεωτικό εμβολιασμό» μέσω της προπαγάνδισης του μαζικού και καθολικού εμβολιασμού[3]. Μέχρι τελευταία στιγμή εγκαλούσαν την κυβέρνηση ότι δεν έκανε σωστή ενημέρωση σχετικά με τα «οφέλη του εμβολιασμού» και αντιμετώπιζαν τους ανεμβολίαστους συναδέλφους τους σαν αδαή παιδάκια καλώντας τους να κάνουν το συντομότερο δυνατό την πρώτη δόση προκειμένου να μη τους βγάλει το κράτος-μπαμπάς σε αναστολή!
Η κρατική προπαγάνδα, σε συνδυασμό με την ελάχιστη στήριξη που έλαβαν από τα σωματεία τους οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί, τους κατέστησε εξ’ αρχής απομονωμένους και περιθωριοποιημένους και σαμπόταρε στην πράξη τον αγώνα τους. Άλλωστε η συστηματική καταλοιδώρηση των ανεμβολίαστων, που εξαπολύθηκε από το κράτος και τους κάθε λογής πρόθυμους υποστηρικτές του ήδη από τα μέσα του Ιουλίου, είχε αποδώσει καρπούς. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι ανεσταλμένοι υγειονομικοί αντιμετωπίστηκαν από τους συναδέλφους τους ως «μιαρά» σώματα, «ψεκασμένοι», «αρνητές της επιστήμης» και «υγειονομικές βόμβες». Ο διαχωρισμός, λοιπόν, ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, σε πειθήνιους και απείθαρχους, είχε ήδη γίνει. Η σχεδόν μηδαμινή αγωνιστική εμπειρία των περισσότερων ανεσταλμένων, η μη συμμετοχή τους μέχρι τότε στα συνδικαλιστικά όργανα, η αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης στις γενικές συνελεύσεις, αν αυτές γίνονταν κιόλας[4], (και στα Δ.Σ. των σωματείων τους) συνέβαλαν στο να καταστούν πρακτικά ήδη από τον Σεπτέμβρη ξένο σώμα στους χώρους εργασίας τους, αδυνατώντας συχνά ακόμα και να εισέλθουν σε αυτούς για να μοιράσουν τις προκηρύξεις τους.[5]
Σ’ αυτό το κλίμα αρχίζουν από τα μέσα του Σεπτέμβρη να καλούνται συγκεντρώσεις στο πάρκο Ελευθερίας με πρωτοβουλία εργαζομένων του ΕΚΑΒ, οι οποίες συσπειρώνουν σιγά-σιγά ανεσταλμένους από όλα τα νοσοκομεία της Αττικής και οδηγούν στη δημιουργία ενός συντονιστικού εργαζομένων 30 δομών υγείας.[6] Ωστόσο, οι κινητοποιήσεις του συντονιστικού πλαισιώνονται από σχετικά λίγους υγειονομικούς σε αναστολή, ενώ ταυτόχρονα η δομή του φαίνεται να είναι αρκετά ιεραρχική και συγκεντρωτική, μιας και οι εκπρόσωποι που επιλέγονται από τα 30 νοσοκομεία δεν είναι ανακλητοί –αν δεν είναι και αυτόκλητοι όπου υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος– ούτε υπάρχει κάποιο όργανο γενικής συνέλευσης που να συνεδριάζει τακτικά. Με τον καιρό καθιερώνεται μια εβδομαδιαία συγκέντρωση του συντονιστικού στο πάρκο Ελευθερίας η οποία απευθύνεται περισσότερο στους υγειονομικούς ως πολίτες με αιχμή την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των συνταγματικών δικαιωμάτων, παρά σε εργαζόμενους ενάντια στη στέρηση του μισθού τους και τη διάλυση του ΕΣΥ, θεμέλιος λίθος της οποίας είναι και οι αναστολές των ανεμβολίαστων υγειονομικών. Έτσι, οι μαζώξεις αυτές απέχουν πολύ από το να αποτελέσουν πεδίο ουσιαστικής συζήτησης και ανταλλαγής της πολύπλευρης εμπειρίας των ανεσταλμένων υγειονομικών και γίνονται, εν τέλει, ένας τόπος παρέλασης πολιτικών περσόνων, παλιών και νέων πολιτικών απατεώνων που αναζητούν ψηφοφόρους και χτίζουν τα πολιτικά τους προγράμματα, καραβανάδων, εναλλακτικού παπαδαριού, ειδικών που εκφράζουν μια διαφορετική άποψη για την πανδημία, νομικών συμβούλων, αριστερών και δεξιών εθνικιστών που αγωνίζονται «για τη δημοκρατία ενάντια στην κατάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων»…
Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία οι ηγετικές φιγούρες του συντονιστικού αναλαμβάνουν έναν άτυπο ρόλο ισορροπιστή αντιδράσεων, ώστε αυτό να εκφέρει έναν όσο το δυνατόν πιο κυριλέ λόγο στα πλαίσια της ιδεολογίας του πολίτη. Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η όποια παρουσία των εθνικών σημαιών και η χρήση του εθνικού ύμνου. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για την προσπάθεια αποκατάστασης μιας «πραγματικής» εθνικής ενότητας απέναντι και ενάντια στη συγκρότηση ενός νέου εθνικού σώματος που βάση του έχει τη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα. Εξορισμένοι από τους χώρους εργασίας τους και νιώθοντας περιθωριοποιημένοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, προσπαθούν να επανενταχθούν στην κοινωνία των πολιτών που είναι, αναπόφευκτα, εθνική. Η ταυτόχρονη αντιφασιστική ρητορική και η καταδίκη μέσω ανακοινώσεων φασιστικών οργανώσεων και ομαδοποιήσεων δείχνει ότι ο εθνικισμός, είτε αριστερός είτε δεξιός, είναι μια κατά βάση δημοκρατική ιδεολογία. Φυσικά, ακόμα και μια τέτοια αιρετική εθνική ενότητα παραμένει εξίσου βλαβερή για τα προλεταριακά συμφέροντα και σαμποτάρει στην πράξη τους αγώνες τις πολυεθνικής εργατικής τάξης ενάντια στα πιστοποιητικά υγειονομικών φρονημάτων.
Ο προσανατολισμός που αποκτά σταδιακά το συντονιστικό των ανεσταλμένων υγειονομικών, σε συνδυασμό με τον πλήρη διαχωρισμό εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων εργαζομένων που υπάρχει στους χώρους εργασίας από τον Σεπτέμβρη, φαίνεται να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσά τους. Αυτό το διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι και στην πανυγειονομική απεργία που κάλεσε η ΠΟΕΔΗΝ στις 21/10. Ναι μεν οι υγειονομικοί σε αναστολή συμμετείχαν στο κάλεσμα, αλλά στην πράξη αντιμετωπίστηκαν ως ξένο σώμα από συνδικαλιστές και οργανώσεις. Ακολούθησαν διακριτά και από απόσταση την πορεία και εμείς και όποια άλλη βρέθηκε σ’ εκείνη την κινητοποίηση είχαμε την αίσθηση πως πραγματοποιούνταν δύο παράλληλες διαδηλώσεις. Από τη μία οι εμβολιασμένοι υγειονομικοί διαδήλωναν ενάντια στη διάλυση του ΕΣΥ, ζητώντας προσλήψεις προσωπικού χωρίς να αναφέρονται στους ανεσταλμένους συναδέλφους τους και από την άλλη οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί διαδήλωναν κατά βάση ενάντια στα πιστοποιητικά υγειονομικών φρονημάτων και υπέρ της δημοκρατίας και της ελευθερίας, αφήνοντας τη σύνδεση των αναστολών τους με την αναδιάρθρωση στο ΕΣΥ σε δεύτερη μοίρα. Από τότε και μετά, εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι υγειονομικοί έχουν συνυπάρξει πολλές φορές μαζί στον δρόμο, κυρίως σε πανυγειονομικές απεργίες, με τους διαχωρισμούς ν’ αμβλύνονται δημιουργώντας περισσότερο ένα κλίμα αμοιβαίας ανοχής παρά μια ουσιαστικής μορφής επικοινωνία.
Στην προσπάθεια μιας τέτοιας ουσιαστικής συνύπαρξης και δημιουργίας κοινών αγώνων εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων υγειονομικών αλλά και χρηστών υπηρεσιών υγείας προσπαθήσαμε να συμβάλουμε κι εμείς με διάφορους τρόπους. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τη στάση μας σε επίπεδο δρόμου την ημέρα της πανυγειονομικής απεργιακής κινητοποίησης της 1ης Δεκέμβρη, οπότε επιλέξαμε να κάνουμε κάλεσμα στο πάρκο Ελευθερίας στηρίζοντας έμπρακτα τους ανεσταλμένους υγειονομικούς και σταθήκαμε κατά τη διάρκεια της πορείας, συμβολικά, ανάμεσα στους απεργούς-εμβολιασμένους υγειονομικούς και τους ανεμβολίαστους συναδέλφους τους, για να αποτρέψουμε μεταξύ άλλων και τον πλήρη διαχωρισμό των δύο σωμάτων της πορείας. Πλέον η τακτική συνύπαρξη εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων υγειονομικών, κυρίως αποδίδεται μάλλον στα νταλαβέρια μεταξύ του προέδρου της ΠΟΕΔΗΝ και της άτυπης ηγεσίας των υγειονομικών σε αναστολή. Κατά συνέπεια, ακόμη και σήμερα, που το τροπάρι των συνδικαλιστικών ηγεσιών έχει μερικώς αλλάξει –βέβαια όχι χάρη σε κάποια όψιμη αγωνιστική επιφοίτηση, αλλά κατόπιν εκκωφαντικών επιστημονικών δεδομένων σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των εμβολίων– και όλοι δηλώνουν το καθυστερημένο ενδιαφέρον τους για τους ανεσταλμένους υγειονομικούς, αυτό δεν αποτυπώνεται σε κάποιο κοινό αγώνα εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων υγειονομικών.
Παρά το ότι οι ανεσταλμένοι συνεχίζουν να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στα όργανα των σωματείων τους, αποστασιοποιήθηκαν πλήρως με τον καιρό από όποια δυνατότητα παρέμβασης σε αυτά. Ο σταθερός προσανατολισμός τους σε νομικού τύπου λύσεις και αγώνες τούς οδήγησε στην ενασχόληση με τη δημιουργία ενός δικού τους σωματείου-σφραγίδα[7], προκειμένου να έχουν κάποια διαπραγματευτική ισχύ. Από τότε και στο εξής έγινε φανερό ότι όλο και περισσότερα σωματεία και οργανώσεις άρχισαν να στηρίζουν τον αγώνα τους, τουλάχιστον στα χαρτιά. Σε μια επιχειρούμενη κλιμάκωση, επέλεξαν να μονιμοποιήσουν την παρουσία τους έξω από το υπουργείο υγείας μένοντας εκεί σταθερά από τα μέσα Φλεβάρη με σκηνές και πλακάτ. Ωστόσο, σε καθημερινή βάση ο κόσμος που συγκεντρωνόταν στο υπουργείο ήταν ελάχιστος. Πολλές εργαζόμενες, έχοντας επιστρέψει στη δουλειά με πιστοποιητικό νόσησης, σταμάτησαν να συμμετέχουν ενεργά στις κινητοποιήσεις, άλλοι όντας απλήρωτοι για μήνες επέλεξαν τη μαύρη εργασία, ενώ η έλλειψη δυναμικών κινητοποιήσεων που θα μπορούσαν να εμπλέξουν τόσο εμβολιασμένους υγειονομικούς όσο και χρήστες υπηρεσιών υγείας ήταν φανερή. Το μοτίβο παρέμεινε η παρέλαση ομιλητών, ενώ από ό,τι φάνηκε στη συνέχεια όλο και περισσότεροι άρχισαν να νιώθουν παθητικοί ακολουθητές μιας πεφωτισμένης και συγκεντρωτικής ηγεσίας που δεν τους έδινε ποτέ τον λόγο.
Όσο πλησίαζε η 31η Μάρτη, ημέρα ορόσημο για την κυβερνητική απόφαση απόλυσης των ανεσταλμένων ή συνέχισης των αναστολών τους, η βεβαιότητα για την παράταση των αναστολών εργασίας μεγάλωνε, ενώ στον ορίζοντα δε διαφαινόταν οποιαδήποτε κλιμάκωση των κινητοποιήσεων είτε από το συντονιστικό είτε από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Έτσι, φτάνουμε αισίως στην 21η Μάρτη όταν πέντε υγειονομικοί αυτονομούνται από τον έλεγχο του συντονιστικού και αποφασίζουν να ξεκινήσουν απεργία πείνας με αιτήματα την επιστροφή στη δουλειά με δύο ράπιντ τεστ και την κατάργηση του νόμου για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.[8] Αυτή η κίνηση, παρότι ήταν περισσότερο μια κίνηση απελπισίας, ελλείψει ουσιαστικότερων και πιο δυναμικών κινητοποιήσεων, ήταν ίσως η πρώτη αυθόρμητη κίνηση υγειονομικών σε αναστολή η οποία δεν προερχόταν από αποφάσεις του συντονιστικού και γι’ αυτό, όπως φάνηκε αργότερα, οδήγησε σε ρήξη. Λίγες μέρες πριν την 31η Μάρτη, ο Πλεύρης μ’ έναν ελιγμό ανακοινώνει την παράταση των αναστολών έως το τέλος του έτους ματαιώνοντας τον συμβολικό χαρακτήρα της ημέρας. Οι περισσότερες κινητοποιήσεις μεταφέρονται εσπευσμένα στις 30 Μάρτη, μέρα ψήφισης του νομοσχεδίου. Παρά την κρισιμότητα της ημέρας, ελάχιστος κόσμος μαζεύτηκε στην πορεία που ξεκίνησε από το υπουργείο υγείας και κατέληξε στη Βουλή. Στο τέλος, με τον περισσότερο κόσμο να έχει ήδη αποχωρήσει, κάποιοι υγειονομικοί σε αναστολή για πρώτη φορά πέταξαν πλαστικά μπουκάλια και είχαν αψιμαχίες με τους μπάτσους, με αποτέλεσμα να φάνε ψέκασμα και να αποχωρήσουν μετά από λίγη ώρα.[9]
Η απεργία πείνας έληξε τελικά στις 22 Απριλίου, άδοξα ίσως, ωστόσο σηματοδότησε μια καμπή στον αγώνα των υγειονομικών. Όπως προαναφέρθηκε, ακριβώς επειδή η απεργία πείνας δεν είχε την έγκριση του συντονιστικού, ακόμα και τώρα οι σχέσεις συντονιστικού-απεργών δεν φαίνεται να έχουν αποκατασταθεί. Παρά την όποια σύγκρουση, θα ήταν άστοχο να διακρίνουμε από τώρα τη διαμόρφωση δύο τάσεων με αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά. Η ρήξη έχει να κάνει περισσότερο με τη μορφή που λαμβάνει ο αγώνας, μιας και το σωματείο (με το οποίο ταυτίζεται/συντάσσεται το συντονιστικό) φαίνεται να κινείται αποκλειστικά συντεχνιακά-νομικά στις διεκδικήσεις του, ενώ από την άλλη κάποιοι από τους απεργούς πείνας μιλούν αόριστα για ανοιχτές λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες ίσως έχουν περισσότερες προοπτικές αυτενέργειας. Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις ότι οι απεργοί μπορεί να προέρχονται κατά βάση από τη λαϊκή δεξιά, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να οδηγηθούμε σ’ ένα απλουστευτικό σχήμα όπου από τη μία έχουμε τους κακούς δεξιούς εθνικιστές και από την άλλη το σωματείο που παλεύει για τους υγειονομικούς, έστω και κλαδικά, από μια εργατική σκοπιά. Τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα και δυστυχώς ένας πιο σαφής προλεταριακός πόλος δεν έχει εμφανιστεί στον αγώνα των ανεσταλμένων. Κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο, αφενός επειδή ο χαρακτήρας των εκδηλώσεων του συντονιστικού ήταν καθαρά πολιτικός και έμενε ως τώρα εστιασμένος στις ομιλίες των διάφορων περσόνων προκειμένου να νοηματοδοτηθεί· αφετέρου επειδή η αδυναμία των εργαζομένων να συνδέσουν την προλεταριακή τους υποκειμενικότητα με την αντίσταση στις κρατικές υποχρεωτικότητες εν γένει ήταν εμφανής.
Με τις αναστολές εργασίας να έχουν παραταθεί ως την 31η Δεκέμβρη και τα πιστοποιητικά να καταργούνται προσωρινά εν όψει της τουριστικής σεζόν στην κατανάλωση, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρος ο παραδειγματικά τιμωρητικός χαρακτήρας τους. Η περίοδος που διανύουμε φαίνεται να είναι μια περίοδος ανακατατάξεων όπου τόσο το συντονιστικό όσο και οι τέως απεργοί πείνας επαναξιολογούν τις κινήσεις τους και προσπαθούν να ανανεώσουν τα μέσα του αγώνα. Η καχυποψία απέναντι στις θεσμικές και νομικές διαμεσολαβήσεις γίνεται με τον καιρό εντονότερη σε μια μερίδα τους και η νομιμοποίηση των διάφορων κομματικών και λοιπών κολαούζων πατάει σε ολοένα και πιο σαθρές βάσεις. Ωστόσο, μόνο με την εμπλοκή όλων των εργαζομένων που αγωνίζονται ενάντια στις υποχρεωτικότητες, είτε είναι εμβολιασμένοι είτε είναι ανεμβολίαστοι, είτε είναι υγειονομικοί είτε χρήστες υπηρεσιών υγείας, ο αγώνας αυτός θα μπορέσει να αποτελέσει ανάχωμα στην επιχειρούμενη αναδιάρθρωση στο ΕΣΥ μέσω των αναστολών εργασίας και όχι μόνο.
Σημειώσεις
[1] Κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες υγειονομικών και χρηστών υπηρεσιών υγείας ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και την αναδιάρθρωση του ΕΣΥ έγιναν και εκτός Αθήνας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Πρωτοβουλία υγειονομικών ενάντια στους αποκλεισμούς από τη Θεσσαλονίκη και την Επιτροπή Αγώνα και Αλληλεγγύης στον χώρο της υγείας από την Ικαρία. Δε θα επεκταθούμε εδώ σε μια αναλυτική παρουσίαση της πολύμορφης δράσης των πρωτοβουλιών αυτών μιας και η γεωγραφική απόσταση δε μας επέτρεψε να παρακολουθήσουμε τις τοπικές ιδιαιτερότητες του αγώνα, καθώς αυτός εξελισσόταν, με τη σχολαστικότητα που θα θέλαμε. Προτείνουμε, ωστόσο, στην αναγνώστρια να αναζητήσει τις προκηρύξεις τους αλλά και τις ανταποκρίσεις των δράσεων τους για να έχει μια ακόμα πιο ολοκληρωμένη εικόνα του αγώνα ενάντια στις αναστολές εργασίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών.
[2] Χαρακτηριστική της υποκρισίας των συνδικαλιστών είναι η περίπτωση του αριστερού γιατρού Καταραχιά, ο οποίος βγήκε αρχικά σε αναστολή εργασίας επειδή δεν κατέθεσε το πιστοποιητικό του– αυτό υποτίθεται ότι ήταν άλλωστε το ζητούμενο μιας τέτοιας κίνησης: να σπάσουν οι ίδιοι οι συνάδελφοι τους διαχωρισμούς! Σε αναρτήσεις, όμως, στους λογαριασμούς του στα social media ο εν λόγω συνδικαλιστής κατήγγειλε αμέσως την αναστολή του διαμαρτυρόμενος περισσότερο για το ότι έγινε ενώ ο ίδιος ήταν εμβολιασμένος, παρά για τις αναστολές εργασίας των χιλιάδων ανεμβολίαστων συναδέλφων του. Ο τύπος είχε μάλιστα το θράσος, αφού μαζί με χιλιάδες άλλους συναδέλφους του καβάτζωσε πρώτα τη θεσούλα του, να επανέλθει στο ζήτημα 9 μήνες αργότερα! Στις 24/5/22 μαζί με τον ΝΑΡιτη Παπανικολάου που είχε προτείνει, πριν την κυβέρνηση, την εφαρμογή καθολικού εμβολιασμού στο νοσοκομείο που υπηρετούσε, και άλλους 66 αριστερούς συναδέλφους του , που κατηγορούσαν τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς ως επικίνδυνους και «ψεκασμένους» συνυπέγραψε ψήφισμα επαναπρόσληψής τους! Το πλέον κωμικοτραγικό σ’ αυτό το κείμενο είναι ότι εμφανίζουν τα επιχειρήματα των άμισθων συναδέλφων τους σαν να ήταν δικά τους από πάντα, ενώ φτάνουν στο σημείο να τους συμβουλεύουν κόλας και να τους καθοδηγούν! Αλλά αυτό δεν ήταν πάντα ο σταλινισμός;
[3] Εντελώς ενδεικτική ήταν η εμπειρία μας από παρέμβαση σε νοσοκομείο της περιφέρειας, σε συνεργασία με την τοπική Συνέλευση ενάντια στην κρατική διαχείριση του covid. Η συγκέντρωση ξεκίνησε με την αρχισυνδικαλίστρια, μιλώντας εκ μέρους όλων των εργαζομένων, να επισημαίνει στα τοπικά κανάλια την πίστη της στην επιστήμη και ότι το σύνολο του ιατρικού προσωπικού έχει εμβολιαστεί: οι ανεμβολίαστες εργαζόμενες δεν πήραν τον λόγο κι έτσι δεν μπόρεσαν να μιλήσουν για τις εαυτές τους. Στη συνέχεια, ενοχλημένη από τα συνθήματα που ακούγονταν και το πανό μας –το μόνο που ανέφερε με σαφή τρόπο την εναντίωση στον υποχρεωτικό/μαζικό/καθολικό εμβολιασμό και την ανάγκη κοινών αγώνων εμβολιασμένων-ανεμβολίαστων–, η συνδικαλίστρια διέκοψε την πορεία, λίγο πριν στρίψουμε για το κτήριο της Περιφέρειας, και απαίτησε να φορέσει όλος ο κόσμος μάσκες – σε μια περίοδο που αυτές δεν ήταν καν υποχρεωτικές στους εξωτερικούς χώρους… Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι, στην αρχή της πορείας, ακούγοντας το νταβαντούρι του μικρού μπλοκ μας και δίχως βέβαια να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, μας ζήτησε να μπούμε επικεφαλής της πορείας. Όταν της διευκρινήσαμε ότι θα φωνάζουμε και συνθήματα ενάντια στην αναδιάρθρωση του ΕΣΥ αλλά και ενάντια στο πρόγραμμα μαζικού/καθολικού εμβολιασμού –άλλωστε της εξηγήσαμε το δεύτερο αποτελεί το μέσο για την εφαρμογή της πρώτης–, έφυγε άρον-άρον.
[4] Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι γενικές συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων των νοσοκομείων υπολειτουργούσαν καιρό πριν την επιβολή των λοκντάουν. Οι καραντίνες επέφεραν το τελικό χτύπημα στις συλλογικές διαδικασίες και αυτό υπέσκαψε στον μέγιστο βαθμό την όποια επικοινωνία και διάλογο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μεταξύ συναδέλφων με συλλογικούς όρους. Πέρα από αυτό, πάντως, οι μαρτυρίες των ίδιων των ανεσταλμένων εργαζομένων συνηγορούν στην απουσία του οποιουδήποτε ενδιαφέροντος για την τύχη τους από την πλευρά των εμβολιασμένων συναδέλφων τους, ακόμα και σε επίπεδο φιλικό, κοινωνικό, ανθρώπινο.
[5] Ακόμη κι αν μπορούσαν να εισέλθουν, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα μπορούσε να συγκληθεί γενική συνέλευση εργαζομένων. Το έδαφος ήταν έγκαιρα ναρκοθετημένο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα συνέβησαν στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, όπου το αμφιθέατρο του νοσοκομείου, ο μόνος χώρος τέλεσης των συνελεύσεων των υγειονομικών είχε, με τη συναίνεση του σωματείου, μετατραπεί σε… εμβολιαστικό κέντρο (όπου εργάζονταν εθελοντικά γιατροί)!
[6] Το κάλεσμα αφορούσε αρχικά τους εργαζόμενους του ΕΚΑΒ σε αναστολή ωστόσο μέσα σε λίγες βδομάδες στήθηκαν δομές εργαζομένων από κάθε νοσοκομείο ξεχωριστά. Η όλη διαδικασία απείχε βέβαια αρκετά από το να είναι αυθόρμητη και φαίνεται να οργανώθηκε σε μεγάλο βαθμό από εθνικιστικά μορφώματα δεξιάς (όπως δικηγόρους κλπ) ή αριστερής κοπής και διάφορες παραθρησκευτικές οργανώσεις. Η συνθήκη αυτή προφανώς εξαρχής επηρρέασε, αλλά δεν καθόρισε οριστικά τη σύνθεση όσων συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Το συντονιστικό έφτασε προ ολίγου καιρού να απαριθμεί 38 δομές και ΕΚΑΒ. Σήμερα για λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια απαριθμεί 30.
[7] Σωματείο Υγειονομικών υπέρ Δημοκρατίας και Ελευθερίας (ΣΥΔΕ).
[8] Με το αίτημα των δύο ράπιντ, επισήμαιναν περισσότερο τη συνεχιζόμενη και τιμωρητική διάκριση εις βάρος των ανεμβολίαστων υγειονομικών που παρέμεναν σε αναστολή παρά συναινούσαν στη συνέχιση των κρατικών υποχρεωτικοτήτων εν γένει: τη στιγμή που η πολιτική του κρατικά επιβαλλόμενου ρευστού απαρτχάιντ ανάγκαζε 10.000 πλέον «σχεδόν ανεμβολίαστους» διπλοεμβολιασμένους αλλά χωρίς 3η δόση υγειονομικούς να κάνουν δύο ράπιντ σε εβδομαδιαία βάση, αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα την αποτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος, οι ανεμβολίαστοι παρέμεναν εκτός ΕΣΥ!
[9] Η εκτροπή αυτή, από τα όρια της νομιμότητας και της «ειρηνικής διαμαρτυρίας», μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση μιας και ένα από τα συνθήματα των ανεσταλμένων ζητάει την υποστήριξη της αστυνομίας. Σε αυτό έχουμε απαντήσει πολλές φορές φωνάζοντας αντιμπατσικά και προλεταριακά συνθήματα. Όμως παρά τη γενικευμένη αντιμπατσική διάθεση της στιγμής, εκπρόσωποι του συντονιστικού επανήλθαν κάνοντας εκκλήσεις από τις ντουντούκες στους μπάτσους να σταματήσουν καναλιζάροντας παράλληλα πιο επιθετικές/αυθόρμητες αντιδράσεις.