(Αναδημοσίευση κειμένου από την Αυτόνομη Πρωτοβουλία Παντείου.)
Το ελληνικό κράτος εδώ και παραπάνω από μια δεκαετία επιδιώκει να αναδιαρθρώσει όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Αυτή η προσπάθεια έχει εντατικοποιήσει το πλαίσιο σπουδών, έχει προωθήσει τον επιχειρηματικό χαρακτήρα των πανεπιστημίων και έχει συμβάλει σε πιο επισφαλείς μορφές εργασίας μέσα σε αυτό. Κάποιες φορές όμως αυτή η προσπάθεια διακόπτεται ή αντιστρέφεται στη βάση των κινητοποιήσεων, οι οποίες διεξάγονται σε διάφορους κύκλους αγώνων από το 2006 έως σήμερα.
Το τελευταίο διάστημα έχουμε όλες και όλοι βιώσει μια νέα συνθήκη, στην οποία το κράτος έχει επιστρατεύσει το σύνολο των μηχανισμών του για να επιβάλει ένα σωρό από αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης. Το επιχείρημα στο οποίο αποκρυσταλλώνονται όλες αυτές οι πολιτικές είναι αυτό της «δημόσιας υγείας». Η «δημόσια υγεία» ως πολιτικό επιχείρημα εκφράζει πολύ καλά τις κρατικές πολιτικές και μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από την υγειονομική κρίση είδαμε να συγκροτούνται νέες μορφές ελέγχου και πειθάρχησης. Είδαμε όμως και τις παλιές καλές ελληνικές πρακτικές: μπάτσοι να μας την πέφτουν στις πλατείες, μηχανάκια ΔΕΛΤΑ να απλώνουν τα ξερά τους πάνω μας και την εθνο-ματσίλλα να μας κουνάει το δάκτυλο. Το ποιες από αυτές τις μορφές ήρθαν για να μείνουν για τα καλά, ποιες εμφανίζονται ως «προσωρινές», ποιες θα ανασταλούν και ποιες θα αναιρεθούν, παραμένει ένα ανοικτό πεδίο αγώνα για εμάς. Από αυτή τη συνολική επιστράτευση των κρατικών δομών δεν θα έλειπε φυσικά και ο τομέας της εκπαίδευσης.
Τη προηγούμενη περίοδο, από το καλοκαίρι του 2019, είδαμε νέα νομοσχέδια για την εκπαίδευση να αναγγέλλονται, να ψηφίζονται και να διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο σύγκρουσης. Καθεμία και καθένας μπορεί να κάνει τη δικιά της εκτίμηση για τη προηγούμενη περίοδο αγώνα, μπορεί να δει την ήττα μας απέναντι στα νομοσχέδια και στις μεταρρυθμίσεις που πέρασαν, μπορεί να δει όμως και τα πεδία συνάντησης που είχαν συγκροτηθεί. Όλα αυτά όμως, παρά το ότι διατηρούν τη σημαντικότητά τους, αντιστράφηκαν από τον Μάρτιο του 2020. Κάπου εκεί είχαμε αρχίσει να ψιλιαζόμαστε πως μια νέα περίοδος εγκαινιάζεται, η οποία υποσχόταν πολλή καταστολή, μια μεγάλη δόση «δημόσιας υγείας», ιατρικοποίησης και έναν ξέφρενο υγειονομισμό ο οποίος γουστάρει να μας βλέπει υπό περιορισμό.
Ο Μάρτιος του 2020 δεν διέκοψε τη κρατική διαχείριση των καπιταλιστικών σχέσεων. Το κράτος αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τη παραγωγή, να μας δώσει στα πεταχτά κάποια επιδόματα και να μας ορίσει ως υπεύθυνα άτομα που πρέπει επιτέλους να αναλάβουμε την ευθύνη για την υγεία μας. Στο τέλος-τέλος όμως διατήρησε σε σημαντικό βαθμό τη συνέχεια του εργασιακού χρόνου. Αντίθετα, ο χρόνος της εκπαίδευσης διαταράχθηκε απότομα. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα το πεδίο είχε παραμείνει ανοικτό αναφορικά με το πως θα λειτουργήσει εκ νέου η εκπαιδευτική μηχανή, σε όλες τις βαθμίδες της. Διάφοροι καθηγητές, ολόκληρα Τμήματα Σπουδών και το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας έτρεξαν να προωθήσουν σε αυτή τη συγκυρία διάφορα πράγματα που ήδη λιγουρεύονταν να εφαρμόσουν. Η τηλε-εκπαίδευση, η αναβολή των αιτημάτων του σώματος των φοιτητριών, οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες είναι κάποια από αυτά τα μέτρα που εφαρμόστηκαν.
Ήδη από τότε ξέραμε πολύ καλά πως η συνέχιση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης από το κράτος (σε συνέχεια με τα νομοσχέδια της προηγούμενης κυβέρνησης) δεν θα σταματούσε στα νομοσχέδια που είχαν ψηφιστεί κατά τη προηγούμενη περίοδο. Το πρόγραμμα της αναδιάρθρωσης του Υπουργείου Παιδείας διατηρήθηκε άθικτο κατά τη περίοδο του COVID-19. Ενδεχομένως να είχε ανασταλεί για λίγο, ίσως κάποια νέα μέτρα να μπήκαν στην ατζέντα και σίγουρα καινούργιες ιδέες είχαν γεννηθεί στα κεφάλια τους.
Αυτές οι καινούργιες ιδέες εφαρμόζονται με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο: αγνοώντας τη δικιά μας ύπαρξη και τις ανάγκες μας. Όσο ρίχνουν το βάρος της «δημόσιας υγείας» στην ατομική ευθύνη όλων, τόσο εμείς ξέρουμε πως η εκπαίδευση, το περιβάλλον και η πρόσβαση στα νοσοκομεία διαμεσολαβείται από τη ταξική σχέση. Αυτά που σκαρφίστηκαν αυτή τη περίοδο για να διατηρήσουν αυξημένο τον ρυθμό της εκπαίδευσης τα αναφέραμε και πιο πάνω: τηλε-εκπαίδευση, e-class, δίδακτρα στα μεταπτυχιακά στο Πάντειο και πάει λέγοντας.
Το νέο «Νομοσχέδιο για την αναβάθμιση του σχολείου» που κατατέθηκε τον Απρίλιο παίρνει το νήμα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης εκεί που το άφησε η υγειονομική κρίση. «Αναβάθμιση του σχολείου» δεν είναι τίποτα άλλο από την αναβάθμιση του αποκλεισμού από αυτό. Μια σειρά από αποκλεισμούς, περιορισμούς και ελέγχους είδαμε να εφαρμόζονται αυτή τη περίοδο. Μήπως άλλος ένας αποκλεισμός θα μας βλάψει περισσότερο; Αυτό το νομοσχέδιο φαίνεται να είναι λίγο διαφορετικό από όσα μας είχε συνηθίσει το κράτος τον τελευταίο ένα χρόνο καθώς προτείνει μια συνολική αναδιοργάνωση της δευτεροβάθμιας και της πρόσβασης στη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την εκ νέου καθιέρωση του παραδοσιακού πειθαρχικού μηχανισμού της «καλής αγωγής» στη δευτεροβάθμια, το ηλικιακό όριο στα ΕΠΑΛ, την αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων στα Γυμνάσια και τα Λύκεια, την Τράπεζα Θεμάτων, την καθιέρωση της «βάσης μετεγγραφής» και τα νέα οικονομικά κριτήρια που απαιτούνται ούτως ώστε να δικαιούται κανείς μετεγγραφή. Ακόμα είδαμε να κατατίθεται κι ένα νομοσχέδιο το οποίο θα προέβλεπε την εγκατάσταση κάμερας η οποία θα παρακολουθεί τη διεξαγωγή των μαθημάτων στα Λύκεια. Μέσα σ΄ όλα αυτά μια νέα κανονικότητα θέλει να γεννήσει τον εαυτό της.
Η εντατικοποιημένη επαναφορά του εκπαιδευτικού χρόνου δεν άργησε να έρθει. Λίγες μέρες μετά τη παύση λειτουργίας των σχολείων και των πανεπιστημίων αυτά προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα. Αυτή η προσαρμογή της εκπαίδευσης έφερε πολύ γρήγορα πολλά νέα μέτρα τα οποία ούτε που τα περιμέναμε. Πάνω που αρχίσαμε να γκρινιάζουμε και να ψαχνόμαστε για τις αντιστάσεις μας απέναντι σε αυτά ένας νέος νομοθετικός κύκλος έκανε την εμφάνισή του. Και πριν καλά-καλά διαβάσουμε το νομοσχέδιο, αρχίσαμε να αγχωνόμαστε για την επερχόμενη εξεταστική. Πάνω που αγχωθήκαμε άρχισαν στο Πάντειο να μας λένε «γιατί όχι;» στα δίδακτρα των μεταπτυχιακών. Αυτό το «γιατί όχι;» ήρθε και έδεσε με ένα άλλο, αυτό των «ξενόγλωσσων προπτυχιακών τμημάτων». Εκεί που προσπαθούμε να ισορροπήσουμε τον χρόνο της (τηλε-)εργασίας, των σπουδών, την αναμονή για τα βιβλία του Εύδοξου και τον ελάχιστο χρόνο που απομένει για εμάς μας είπαν «είτε που θα χαθεί το εξάμηνο, είτε που θα δώσετε εξετάσεις όπως μας καπνίσει εμάς». Αλλά ποιος είναι αυτός ο χρόνος που απομένει για εμάς και τι θέλουμε να κάνουμε με αυτόν σ΄ αυτή τη συγκυρία;
Εκεί που η τηλεκπαίδευση συναντά την τηλε-άρνηση.
«Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση θα μπορούσε να δώσει λύσεις σε έκτακτα περιστατικά όπως απεργία των ΜΜΜ, διαδηλώσεις και καταλήψεις»
-Απόστολος Λακασάς, «τα ψηφιακά αμφιθέατρα, απάντηση στις καταλήψεις», Καθημερινή, 20/4/2020.
Με την εξάπλωση της υγειονομικής κρίσης το προηγούμενο διάστημα, γίναμε μάρτυρες μίας νέα πρωτόγνωρης κοινωνικής συνθήκης, με την επιβολή μέτρων έκτακτης ανάγκης από το ελληνικό κράτος, φυσικά για την πολιτική διαχείριση της επιδημίας COVID-19. Η απαγόρευση κυκλοφορίας, η οποία εφαρμόστηκε επέτασσε μία «προσωρινή» αναπροσαρμογή της παραγωγής και του τομέα των υπηρεσιών. Χωρίς να χρειαστεί να γίνουμε περισσότερο αναλυτικές σε αυτό το επίπεδο, καθώς από προλεταριακή σκοπιά, βιώσαμε από πρώτο χέρι τις απολύσεις, το άγχος για το αν δικαιούμαστε το επίδομα, την φυσική μας έκθεση χωρίς κατάλληλα μέσα υγειονομικής προστασίας στην δουλειά, τον εγκλεισμό στο σπίτι και το ψυχικό κόστος που αυτό συνεπάγεται. Έτσι, λοιπόν, και στον τομέα της εκπαίδευσης, τα δια ζώσης μαθήματα αντικαταστάθηκαν, με αίσθηση κατ’ επείγοντος , από τα τηλεμαθήματα και παράλληλα ενισχύθηκαν οι υπάρχουσες ψηφιακές μορφές ασύγχρονης εκπαίδευσης (e-class κοκ.) Αυτό που προσπαθούμε να περιγράψουμε, είναι μία συνθήκη που το Υπουργείο Παιδείας και οι ανώτεροι προϊστάμενοι των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων διατάζουν και το βάρος της διαχείρισης πέφτει για άλλη μία φορά στους επισφαλώς εργαζόμενους του πανεπιστημίου (προσωπικό που καλύπτει διδακτική επάρκεια, καθηγητές χαμηλής βαθμίδας), στους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας στον δημόσιο/ ιδιωτικό τομέα , και σαφώς σε εμάς ,τις φοιτήτριες και τους μαθητές.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση εν μέσω πανδημίας-κρίσης και ψηφιακής «αναβάθμισης» επέβαλε νέους όρους εντατικοποίησης, με σημαντική μερίδα των καθηγητών να αυξάνουν το χρόνο δέσμευσης ανά μάθημα με εργασίες- παρουσιάσεις, υπό την πίεση του -πανταχού παρόντος- μότο «δεν ξέρουμε αν θα χαθεί το εξάμηνο». Ενώ παράλληλα ενίσχυσε τους ταξικούς αποκλεισμούς στο εσωτερικό του, θεωρώντας δεδομένο ότι όλες μας τυγχάνουμε πρόσβασης σε αναβαθμισμένο υπολογιστή, ο οποιός μπορεί να σηκώσει κιόλας, προγράμματα ομαδικών κλήσεων για παρακολούθηση τηλεμαθημάτων κλπ. Το σπίτι μας μετατράπηκε σε αίθουσα διδασκαλίας και αναγνωστήριο ταυτόχρονα, σε αντιστοιχία με τις ευρύτερες επιταγές του κεφαλαίου που επέβαλλαν την τηλεργασία ως καθεστώς, μετατρέποντας το σπίτι χιλιάδων ανθρώπων της τάξης μας, σε εργασιακό χώρο.
Η τηλεκπαίδευση ωστόσο, θα πρέπει να ιδωθεί ως μέσο πειθάρχησης από το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο (δημόσιο ή ιδιωτικό), στην ιστορική της διάσταση. Δεν ανακαλύφθηκε δηλαδή τώρα ως τρόπος αντικατάστασης των δια ζώσης μαθημάτων, αλλά αντίθετα έχει να κάνει και «με την μορφή την οποία λαμβάνει το πανεπιστήμιο, το οποίο έχει άμεση σχέση με τις αντίστοιχες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων, άρα με την ιστορικότητα της ταξικής πάλης»[1]. Λέμε, δηλαδή, ότι ο ενισχυτικός ρόλος της ασύγχρονης ψηφιακής εκπαίδευσης που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα (eclass, moodle, ddounas) και η ψηφιακή παροχή τίτλων σπουδών, μέσω e-learning από διάφορα πανεπιστήμια-φήρμες στο εξωτερικό δημιούργησαν το έδαφος για την προσωρινή αντικατάσταση της δια ζώσης εκπαίδευσης εν μέσω κρίσης- πανδημίας. Και όπως φαίνεται θα αποτελέσουν και έναν από τους παράγοντες για την σταδιακή αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε ήδη σε κάποια τμήματα της Παντείου, από το προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος, εφαρμόστηκαν ψηφιακές εξετάσεις ενώ σε αρκετά τμήματα θετικών επιστημών η ασύγχρονη εκπαίδευση λαμβάνει σημαντικότερο ρόλο από τι σε σχολές κοινωνικών, ανθρωπιστικών επιστημών. Ας μην ξεχνάμε επίσης, την προσπάθεια του Υπουργείου Παιδείας για αντικατάσταση των πολιτικών διαδικασιών των φοιτητών (Γενικές Συνελεύσεις) με ψηφιακές ψηφοφορίες, αίτημα που υιοθέτησε σθεναρά το αντιδραστικό μπλοκ των φοιτητών («ανεξάρτητοι», ανοιχτοσχολάκηδες, καριερίστες) και είδαμε να προσπαθεί να εφαρμοστεί στον φοιτητικό σύλλογο του ΟΠΑ/ΑΣΟΟΕ.
Η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης φαίνεται να καλύπτει ευκαιριακά κάποιες ανάγκες του φοιτητικού σώματος, όπως οι νέοι εργαζόμενοι-φοιτητές, οι οποίοι αδυνατούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα γιατί συμπίπτουν με το ωράριο εργασίας τους. Έχει σημασία όμως τι ορίζουμε ως «ανάγκη» σε αυτήν την περίπτωση. Οι εμπειρίες της προλεταριακής νεολαίας, που συχνά θρυμματίζονται κάτω από την σύγχρονη εργασιακή επισφάλεια, θέτουν ως κεντρικό ζήτημα το τεμαχισμό του χρόνου της ανάμεσα στην εργασία και την σχολή. Αυτός ο χρόνος που μπορεί να καλύπτεται πλέον στο σπίτι από τα τηλεμαθήματα, δεν είναι ένας ουδέτερος χρόνος που περισσεύει στην καθημερινότητα των περισσότερων, αλλά ο ελάχιστος χρόνος που απομένει στο τέλος της μέρας, για να χαλαρώσει, ηρεμήσει ή και να ξεσπάσει κανείς από το άγχος, το σωματικό και ψυχικό κόστος της εργασίας. Σε καμία περίπτωση δηλαδή, δεν είναι ένας χρόνος προσφερόμενος για εκμάθηση, ανάληψη ευθυνών και αποστήθιση. Και αυτόν τον χρόνο, τον υπερασπιζόμαστε πολιτικά, γιατί είναι ο ελεύθερος μας χρόνος. Είναι οι ώρες που βρισκόμαστε μακριά από τις προσταγές του αφεντικού μας, τον φλύαρο ακαδημαϊκό λόγο, τις συμβουλές των ινστρουχτόρων για μία πιο πειθαρχημένη ζωή. Ότι απομένει μέσα στην μέρα είναι για να ερωτευτούμε, να αράξουμε, να έρθουμε σε επαφή η μία με τον άλλο, να οργανωθούμε συλλογικά σε ότι μας καταπιέζει.
Για μία αναλογική στρατηγική αντίστασης στις high-tech εξεταστικές.
«Στο μεταξύ και μετά από χρόνια αναμονής, ο γερο-τυφλοπόντικας των φοιτητικών αγώνων έχει αρχίσει ξανά το σκάψιμό του, θίγοντας θέματα όπως οι καντίνες, η στέγαση, οι μεταφορές και, εν τέλει τα περιεχόμενα των μαθημάτων, τις εξετάσεις και το δικαίωμα ψήφου. Οι προλεταριακοί (και οι προλεταροποιημένοι) φοιτητικοί τομείς μπορούσαν πλέον να συγχωνευτούν με τη γκάμα των αγώνων που η κρίση έθετε σε εφαρμογή.»
–Sergio Bolognia, Η φυλή των τυφλοποντίκων, 1977, σελ 12-13
Για τις περισσότερες από εμάς το σημαντικότερο ζήτημα αυτήν την περίοδο είναι οι όροι και ο τρόπος διεξαγωγής της επικείμενης εξεταστικής, καθώς έχουμε διανύσει μία οριακή συνθήκη μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που επέβαλλε το ελληνικό κράτος. Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για προσαρμογή στα νέα ψηφιακά μέσα διδασκαλίας επιβάρυνε μαζικά φοιτητές που δεν έχουν περάσει άμεσα στην εντατικοποιημένη διαδικασία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ( πχ τακτική συγγραφή εργασιών- παρουσιάσεων, καθημερινή παρουσία στα ασύγχρονα μέσα για πρόσβαση σε υλικό του μαθήματος).
Όλα αυτά δεν μας αφήνουν κανένα περιθώριο, πέρα από το να δηλώσουμε την κάθετη άρνησή μας για την διεξαγωγή της εξεταστικής με ψηφιακά μέσα. Και αυτό για μία σειρά από λόγους. Αρχικά ας ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ταυτιζόμαστε με κανένα τρόπο με τους φετιχιστές (καθηγητές, συντηρητικό φοιτητικό ακροατήριο, καθεστωτικές παρατάξεις) του «να μην χαθεί το εξάμηνο πάση θυσία». Ο κάθε κύκλος αγώνας που ανοίγει, ανάλογα και με την ταξική σύνθεση των φοιτητικών κύκλων ,με τα αντίστοιχα επίδικα που θέτει, αποτελεί τον οδοδείκτη για αυτήν μας την στάση. Όταν περνάνε νομοσχέδια που μετασχηματίζουν άμεσα το περιεχόμενο και τους όρους σπουδών μας, δεν έχουμε παρά να δώσουμε αυτόν τον αγώνα μέχρι τέλους, χωρίς να κάνουμε πίσω. Οι αρνήσεις μας αποκτούν υπόσταση μέσα από την συλλογική μας οργάνωση, όπως έδειξε η αγωνιστική παρακαταθήκη των μαζικών γενικών συνελεύσεων στο Πάντειο το χειμερινό εξάμηνο. Γράφαμε τότε «και πιο εξάμηνο θα χαθεί, σε μία ζωή γεμάτη στάχτη», για να πούμε το προφανές: είναι θλιβερό να ασχολούμαστε με μία εξεταστική όταν εντατικοποιούν τις σπουδές μας και επιτείνουν την υποτίμηση των ζωών μας. Δεν βρισκόμαστε όμως σε αυτήν την φάση και οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να παλεύουμε για να καθορίζουμε, εμείς οι εκμεταλλευόμενες, τους όρους και τα μέσα που θα σπουδάζουμε με βάση τις ανάγκες μας.
Η μορφή της τηλε-εξεταστικής εντείνει τους ήδη υπάρχοντες ταξικούς φραγμούς καθώς για να μπορεί κάποια να συμμετέχει σε αυτήν πρέπει να έχει άμεσα διαθέσιμο υπολογιστή και καλό ίντερνετ. Αυτό το ταξικό χαρακτηριστικό έρχεται να προστεθεί σε μια άλλη παλιά καλή ιστορία των ελληνικών πανεπιστημίων: την αυθαιρεσία των καθηγητών. Ξέρουμε πολύ καλά πως η αυθαιρεσία του εξεταστή χωράει πολύ άνετα μέσα στη διαδικασία μιας πιθανής τηλε-εξέτασης. Εάν πέσει το ίντερνετ, εάν καθυστερήσουμε να «πάμε» στην εξέταση, ποιος μας εγγυάται ότι ο καλός γραφειοκράτης των Διεθνών Σπουδών, της Κοινωνιολογίας και της Ιστορίας του Ελληνικού Κράτους δεν θα μας κόψει κατευθείαν; Ενώ δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει με την τηλε-εξεταστική, ακόμα αναμένουμε τη παράδοση συγγραμμάτων από τον Εύδοξο. Ξέρουμε πολύ καλά ποιοί και ποιές έχουν επωμιστεί το βάρος της παράδοσης των βιβλίων: οι εργαζόμενοι-ες σε εταιρίες courier. Καθώς το κράτος και οι εκδοτικοί οίκοι έχουν ρίξει το βάρος του Εύδοξου σε αυτές κι αυτούς, εμείς περιμένουμε να παραλάβουμε τα συγγράμματά μας στις 15 Ιουνίου, για την εξεταστική που ξεκινάει στις 22. Δεν πρόκειται να συζητήσουμε καν αυτό το αστείο, όπου φοιτήτριες που θα παραλάβουν τα βιβλία τους στις 15 Ιουνίου ενδεχομένως να πρέπει να δώσουν μαθήματα με υπέρογκη ύλη στις 22 Ιουνίου. Σ΄ αυτό το σημείο για εμάς είναι αναγκαίο η εξεταστική να ξεκινήσει πιο αργά και να πάρει παράταση.
Ενώ η εκπαιδευτική διαδικασία λειτούργησε με ελλείψεις (τηλε-μαθήματα) το Υπουργείο και οι Πρυτανικές αρχές φαίνεται να σκέφτονται πως η εξεταστική μπορεί να διεκπεραιωθεί ως εάν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Όμως για εμάς είναι σημαντικό να υποδεικνύουμε κάθε φορά τι έχει αλλάξει, ποια είναι τα νέα δεδομένα και ποιες είναι οι νέες μορφές αγώνες που αναπτύσσουμε ως ανταγωνιστικό κίνημα. Πρέπει σε αυτό το σημείο να πούμε πως η διαδικασία της εκπαίδευσης το προηγούμενο διάστημα δεν λειτούργησε καθόλου με τους κανονικούς της όρους. Έτσι δεν πρέπει να τους αφήσουμε να φαντάζονται ότι η εξεταστική θα διεξαχθεί με κανονικούς όρους – όποιοι κι αν είναι αυτοί. Ενώ το Υπουργείο αποφάσισε τη μείωση της ύλης για τις πανελλαδικές πέφτει στις δικές του αντιφάσεις, καθώς δεν έχει κάνει κάποια σχετική ανακοίνωση για τα πανεπιστήμια. Εφόσον το Υπουργείο κατάφερε να κόψει και να ράψει την εκπαιδευτική διαδικασία στα μέτρα της πανδημίας αφενός, και στην ανάγκη για «κανονική» διεξαγωγή της εκπαιδευτικής μηχανής αφετέρου, εμείς θεωρούμε πως είναι αδιαπραγμάτευτο το ότι αυτή δεν είναι μια «κανονική» εξεταστική και πως πρέπει αυτή να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες με μείωση της ύλης.
Εμείς βλέπουμε μια μόνο λύση στη νέα συνθήκη που έχει δημιουργηθεί ούτως ώστε να μην πληρώσουμε εμείς τις νέες ανάγκες που έχουν διαμορφωθεί σε (άλλη μια) περίοδο κρίσης. Για εμάς, ένα από τα επίδικα αυτή τη στιγμή είναι το να αντισταθούμε στη γενικευμένη προσπάθεια, η οποία εκτυλίσσεται, θέλοντας να ρίξει το βάρος της κρίσης πάνω σε εμάς. Να μην πληρώσουμε δηλαδή με τον χρόνο μας, τον μισθό μας και τις επιθυμίες μας, τα γούστα του εκπαιδευτικού μηχανισμού ο οποίος και θέλει να βγει αλώβητος από όλη αυτή τη φάση και θέλει να μας προσαρμόσει σε μια νέα εντατικοποιημένη κατάσταση. Μια διέξοδο βλέπουμε: η εξεταστική να γίνει δια ζώσης με δυνατότητα σε όσα άτομα δεν μπορούν για οποιουσδήποτε λόγους να παραστούν σε αυτή, να εξεταστούν με εναλλακτικές μεθόδους. Δεν θα μπούμε καν στη συζήτηση, σχετικά με το εάν τα πανεπιστήμια έχουν τις υποδομές για να διεξάγουν δια ζώσης και με τις απαιτούμενες αποστάσεις, την εξεταστική. Και δεν το συζητάμε αυτό, διότι το δίλημμα είναι απλό: ή που θα πληρώσει το κράτος για τις ελλείψεις του ή που για ακόμα μια φορά θα τις κουβαλήσουμε εμείς πάνω στα σώματά μας.
* Δια ζώσης εξετάσεις γραπτές/ προφορικές, ανάλογα τις ανάγκες των φοιτητριών, με τήρηση όλων των μέτρων υγειονομικής προστασίας.
* Εναλλακτικοί τρόποι εξέτασης για φοιτήτριες-ες που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, άτομα με αναπηρία και άτομα που σπουδάζουν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.
*Παράταση τώρα του εαρινού εξαμήνου, με μία σοβαρή χρονική απόσταση ανάμεσα στην ημερομηνία λήξης της παραλαβής συγγραμμάτων και την έναρξη των εξετάσεων.
* Δραστική μείωση της Ύλης ανά μάθημα, δεν είμαστε ρομπότ, δεν διεξήχθη το εξάμηνο με κανονικούς όρους, για να επωμιστούμε εμείς το βάρος.
* Όχι στην εντατικοποίηση του ρυθμού σπουδών, καμία extra εργασία- παρουσίαση χωρίς την θέλησή μας.
[1] Κόκκινο Νήμα, Κρίση, Αναδιάρθρωση & Ταξική Πάλη στα Πανεπιστήμια, 2008, σελ.24.