Προκήρυξη που μοιράζεται στη παρέμβαση στο Υπουργείο Παιδείας και στις διαδηλώσεις ενάντια στην αξιολόγηση και τις απεργίες
Όσα είπαμε ισχύουν, ειδικά στα δύσκολα!
Ο αγώνας ενάντια στην αξιολόγηση στην εκπαίδευση σε κρίσιμη καμπή
Είναι σε γενικές γραμμές γνωστό ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια το καπιταλιστικό κράτος διεξάγει εντός του αιώνιου πλαισίου της βιοεξουσίας, των μεθόδων και τεχνικών μετατροπής των ζωντανών ανθρώπων σε υποτακτικά υποκείμενα, ένα διαρκές πείραμα μετατόπισης της έμφασης: οι μισθωτοί μετατρέπονται από στοιχείο της τριμερούς διαχείρισης των κρατικών δυνάμεων (υπουργεία, αφεντικά, συνδικάτα) σε στοιχείο της ορθολογικότητας της αγοράς. Αυτό το πείραμα, που ονομάζεται και «αναδιάρθρωση», τελεί υπό την πλήρη εποπτεία του κράτους και εκτείνεται σε όλα τα πεδία της ζωής: από τη μορφή της οικογένειας, την πολιτική των γεννήσεων και την ποινική αντιμετώπιση της νεανικής και της εργατικής παραβατικότητας ως τη μετατροπή των σχολείων, των πανεπιστημίων και των νοσοκομείων σε ΣΔΙΤ.
Η μετατόπιση της έμφασης έγκειται στο εξής: ενώ στον κεϋνσιανισμό απαιτούνταν από το άτομο να συμμορφωθεί σε ένα «κοινωνικό σύστημα αξιών» που συνδύαζε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη σχετική αποεμπορευματοποίηση της κοινωνικής αναπαραγωγής με τη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, στον νεοφιλελευθερισμό απαιτείται από το άτομο να υποτάξει εθελούσια και μεμονωμένα την εργασιακή του δύναμη και τις ατομικές του επιδιώξεις στην αξιοποίηση του κεφαλαίου, αν θέλει να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές ατομικό εισόδημα και μια θέση στην κοινωνία.
Γνωρίζουμε πολύ καλά με ποιον τρόπο προχωράει η αναδιάρθρωση: με τις ιδιωτικοποιήσεις, την αξιολόγηση και την ιδιώτευση. Ο κεντρικός στόχος του καπιταλιστικού κράτους είναι να δημιουργηθεί μια εργατική υποκειμενικότητα που δεν θα συνδικαλίζεται, δεν θα συλλογικοποιείται αυτόνομα, δεν θα κριτικάρει, δεν θα διεκδικεί. Η επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση είναι παραδειγματική από αυτή τη σκοπιά. Κι έχει δύο όψεις:
- από τη μια πλευρά, είναι διαδικασία ποσοτικοποίησης, καταμέτρησης, ιεραρχικής κατανομής και κατηγοριοποίησης των σχολικών μονάδων μέσω του τεμαχισμού και της διαρκούς καταγραφής της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Ο στόχος είναι να συνδεθεί η χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων με τις επιδόσεις των μαθητών και των εκπαιδευτικών, να συνδεθεί δηλαδή με το επίπεδο συμμόρφωσής τους στις νόρμες μάθησης που επιβάλλει η εξουσία·
- από την άλλη πλευρά, συνιστά ένα ασφυκτικό πλέγμα ατομικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από το Εξαιρετικό ως το Μη ικανοποιητικό. Τα πεδία στα οποία εφαρμόζεται η αξιολόγηση αφορούν στο «διδακτικό και παιδαγωγικό έργο του εκπαιδευτικού (που εξειδικεύεται σε γενική και ειδική διδακτική του γνωστικού αντικειμένου, παιδαγωγικό κλίμα και διαχείριση της τάξης) και στην υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια του εκπαιδευτικού» (νόμος 4823/2021). Προβλέπεται δημιουργία ηλεκτρονικού φακέλλου με καταχώρηση του βιογραφικού του και ό,τι «προσόντων» ή «έργων» έχει να επιδείξει καθώς και Έκθεση αυτοαξιολόγησης με «τεκμήρια που αφορούν στο παιδαγωγικό, διδακτικό ή υποστηρικτικό έργο του». Το αέναο κυνήγι «προσόντων», μορίων, σεμιναρίων κλπ. πρέπει να ιδωθεί ως αυτο-επένδυση του ανθρώπινου κεφαλαίου που μετατρέπει τόσο την εκπαιδευόμενη όσο και την εκπαιδευτικό σε επενδύτρια του ίδιου της του εαυτού. Από τη συμμόρφωση στη λογική της αξιολόγησης και της αυτο-επένδυσης θα εξαρτάται ο μισθός των εκπαιδευτικών.
Απέναντι σ’ αυτή τη διπλή όψη της αξιολόγησης η ΔΟΕ (Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας), υπό την πίεση των αριστερών παρατάξεων, ακολούθησε μια διπλή στρατηγική: αφενός μπλόκαρε την αυτο-αξιολόγηση των σχολικών μονάδων με την αποστολή σε όλα τα σχολεία πανομοιότυπων εκθέσεων αυτο-αξιολόγησης που δεν απαντούσαν σε κανένα από τα εξειδικευμένα ερωτήματα του Υπουργείου Παιδείας (αντίθετα, η ΟΛΜΕ δεν έκανε ούτε καν αυτό)· αφετέρου κήρυξε απεργία-αποχή από όλες τις διαδικασίες της ατομικής αξιολόγησης (δηλ. αποχή από όλες τις διαδικασίες ατομικής αξιολόγησης αλλά κανονική συνέχιση του διδακτικού έργου χωρίς παρακράτηση μισθού) και τρίωρες στάσεις εργασίας σε περίπτωση που ο αξιολογητής (ο «σύμβουλος» ή ο διευθυντής) επρόκειτο να μπει στην τάξη. Είναι προφανές ότι η δεύτερη πτυχή αυτής της στρατηγικής απαιτούσε, σε μεγαλύτερο βαθμό από την πρώτη, την ενεργή συμμετοχή των ίδιων των εκπαιδευτικών, και δη των νεοδιόριστων από τους οποίους ξεκινάει η όλη διαδικασία υπό τον εκβιασμό της μη μονιμοποίησής τους. Η ενεργή συμμετοχή και πρωτοβουλία δεν είναι κάτι εύκολο για έναν κόσμο που έχει συνηθίσει να αναθέτει τη λύση των προβλημάτων του στους επαγγελματίες συνδικαλιστές και πολιτικούς.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν νεοδιόριστοι που έβαλαν τους αξιολογητές στο σχολείο τους, από την πίσω πόρτα, εν αγνοία των συναδέλφων τους (!), η απεργία-αποχή υπήρξε, ειδικά στην Αττική και σε ορισμένες άλλες περιοχές της χώρας, αρκετά επιτυχής. Πράγμα που ανησύχησε τα μάλα το Υπουργείο. Γι’ αυτό, όταν η ΔΟΕ και η ΟΛΜΕ επαναπροκήρυξαν στις αρχές του 2024 την απεργία-αποχή, συντονισμένα οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας και Παιδείας τις τράβηξαν στα δικαστήρια. Με δύο αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την 195/2024 και την 254/2024, η απεργία-αποχή κρίθηκε παράνομη, και στη δεύτερη απόφαση, και καταχρηστική.
Αν διαβάσει καμιά προσεχτικά την απόφαση του Πρωτοδικείου, θα διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται για ένα δικαστήριο επίλυσης εργατικών διαφορών (όπως αυτοαποκαλείται) αλλά για ένα πολιτικό δικαστήριο. Αντιγράφουμε από την απόφαση της δικαστού Παναγιώτας Μαντή (που επαναλαμβάνει την απόφαση 227/2024 κατά της ΑΔΕΔΥ που είχε ενδιαμέσως, μετά την απόφαση 195, σπεύσει να κηρύξει απεργία-αποχή εκ μέρους της ΔΟΕ): «Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη απεργιακή κινητοποίηση συνιστά «πολιτική» απεργία, η οποία είναι παράνομη και καταχρηστική, αφού επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί επί ζητημάτων που ανήκουν στην αποκλειστική ρυθμιστική εξουσία της, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό στάσιμο το προσφερόμενο εκπαιδευτικό έργο προς βλάβη των μαθητών και των οικογενειών τους, ενώ λόγοι δημόσιου συμφέροντος επιβάλλουν το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης να υπόκειται σε συνεχή αξιολόγηση προκειμένου να βελτιώνεται και να επικαιροποιείται… Η έλλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης της ποιότητας της παρεχόμενης εργασίας σε κάθε επαγγελματικό κλάδο και πολύ περισσότερο στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να ανταποκριθούν μελλοντικά με υπευθυνότητα στα καθήκοντά τους ως πολιτών μίας ευνομούμενης και δημοκρατικής κοινωνίας, φαλκιδεύει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη των ανωτέρω αναγκαίων στόχων και αποτελεί διαχρονικά βασική αιτία των παθογενών φαινομένων που διέπουν τη λειτουργία της ευρύτερης δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας». (Απόσπασμα από την 254/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).
Τι να πρωτοθαυμάσει καμιά σ’ αυτό το πολιτικό μανιφέστο-διαμάντι; Την ταύτιση τηςςδικαστικής με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία; Την κυνική διαβεβαίωση ότι όλα τα κοινωνικά ζητήματα ανήκουν στην αποκλειστική ρυθμιστική εξουσία του καπιταλιστικού κράτους και ότι οι μαθητές/ριες πρέπει να εκπαιδεύονται για να ασκήσουν μελλοντικά σαν φαντάροι της εργασίας καθήκοντα (χωρίς δικαιώματα); Ότι όλοι οι εργαζόμενοι σε κάθε επαγγελματικό κλάδο πρέπει να αξιολογούνται και να εξετάζονται ώστε να διαπιστώνεται η πειθάρχησή τους στις εντολές των διευθυντών; Για να μην αναφερθούμε στην υποκριτική υπεράσπιση του «δημόσιου αγαθού» της εκπαίδευσης την ίδια ώρα που η κυβέρνηση νομοθετούσε την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Με τέτοια δικαστήρια δεν είναι να απορεί κανείς γιατί τα εγκλήματα των Τεμπών και της Πύλου μένουν ατιμώρητα εδώ και έναν χρόνο ενώ οι αγωγές του Υπουργείου κατά της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ εκδικάζονται μέσα σε 4 μέρες!
Με τη δικαστική απαγόρευση της απεργίας-αποχής και την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 6.000 ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης, η πλειοψηφία του ΔΣ της ΔΟΕ ανέκρουσε πρύμναν. Προβάλλοντας ως «μέγιστο ζήτημα που ανακύπτει» από τη δικαστική απόφαση τον «ορατό, πλέον, κίνδυνο της τιμωρίας των μελών της» και τρομοκρατώντας τους 130 διδασκαλικούς συλλόγους (ΣΕΠΕ), όπως κάνει και το Υπουργείο, λέγοντας ότι «δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, ότι το Υπουργείο… θα προχωρήσει σε χρήση των ποινών του άρθρου 56 του ν. 4823/21 σε εκπαιδευτικούς, εάν η απεργία–αποχή συνεχιστεί είτε από τη ΔΟΕ, είτε από τους ΣΕΠΕ», αρνείται να επαναπροκηρύξει απεργία-αποχή πολιτικοποιώντας τον φόβο και καλεί τους συλλόγους σε συνελεύσεις από 19/3 έως 29/3 και ολομέλεια προέδρων την 1/4/2024. Αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να μας εκπλήττει: ο θεσμικός ρόλος των συνδικάτων, όπως αυτός εδραιώθηκε επί κεϋνσιανισμού, συνίσταται στη διαπραγμάτευση της τιμής της εργασιακής δύναμης στην αγορά εργασίας και την τήρηση της αστικής νομιμότητας.
Ο αγώνας μας έχει φτάσει σήμερα σε ένα κρίσιμο όσο και ενδιαφέρον σημείο: πρέπει να σηκώσουμε το γάντι του πολιτικού πολέμου που μας έχει κηρύξει το κράτος και να συνεχίσουμε χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα νόμιμα και παράνομα μέσα ή αλλιώς να παραδεχτούμε την ήττα μας και να πάμε σπίτια μας. Για μας η δεύτερη επιλογή δεν παίζει. Ξέρουμε ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πολιτική μαφία που είναι επίσης ο ιδιοκτήτης του χρήματος που καταλήγει στην τσέπη μας ως μισθός, τον οποίο μπορεί να περικόψει ανά πάσα στιγμή. Αυτό θα είναι το τίμημα του αγώνα. Για να το αντιμετωπίσουμε θα πρέπει στις γενικές συνελεύσεις αυτών των ημερών που θα ψηφίσουν τη συνέχιση της απεργίας-αποχής από τα κάτω να προστεθεί η δημιουργία απεργιακών ταμείων, στα οποία θα συνεισφέρουμε όλες ένα κομμάτι του μηνιαίου μισθού μας ώστε να βοηθηθούν στο μέλλον οι οικονομικά ασθενέστεροι συνάδελφοι που δεν θα παραδώσουν τα όπλα.
ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΔΕΧΤΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΕΡΤΙΠΙ ΜΕ ΤΥΧΟΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΠΑΡΤΙΑΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ!
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΔΕΤΑΙ!
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΑΓΩΝΑ ΤΩΝ ΣΕΠΕ ΚΑΙ ΕΛΜΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΛΜΕ ΧΩΡΙΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ!
Εκπαιδευτικοί ενάντια στην αξιολόγηση και τους διαχωρισμούς
Μάρτιος 2024